ἠλέματος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλέματος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀλέματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μωρός]], [[ανόητος]], [[μηδαμινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠλέματα</i><br />[[μάταια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠλεμάτως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[οκνηρία]], ευτελώς<br /><b>2.</b> [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηλε</i>- του [[ηλεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μέ</i>-<i>μον</i>-<i>α</i> «[[σκέπτομαι]] έντονα, [[σκοπεύω]] να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>men</i>-, η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της οποίας <i>mn</i>- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -<i>τος</i> όπως <i>αυτό</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>, <i>ηλέ</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>)].
|mltxt=[[ἠλέματος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀλέματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μωρός]], [[ανόητος]], [[μηδαμινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠλέματα</i><br />[[μάταια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠλεμάτως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[οκνηρία]], ευτελώς<br /><b>2.</b> [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηλε</i>- του [[ηλεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μέ</i>-<i>μον</i>-<i>α</i> «[[σκέπτομαι]] έντονα, [[σκοπεύω]] να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>men</i>-, η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της οποίας <i>mn</i>- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -<i>τος</i> όπως <i>αυτό</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>, <i>ηλέ</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλέμᾰτος:''' ([[ἠλεός]]), Δωρ. [[ἀλέματος]], <i>-ον</i>, [[μάταιος]], [[ανόητος]], σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλέμᾰτος Medium diacritics: ἠλέματος Low diacritics: ηλέματος Capitals: ΗΛΕΜΑΤΟΣ
Transliteration A: ēlématos Transliteration B: ēlematos Transliteration C: ilematos Beta Code: h)le/matos

English (LSJ)

Dor. and Aeol. ἀλέματος, ον,

   A idle, vain, Sapph.Supp. 15.5, Alc.Supp.23.4; ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς prob. l. in Theoc.15.4 (ἀδεμ-, ἀδαμ- codd.); of a person, Timo 34.3, cf. 66.4 (cj.); βροντή Sotad.2; χειρὸς ἑκηβολία AP6.75 (Paul. Sil.); φαντασίη ib.11.350 (Agath.). Adv. -τως idly, A.R.4.1206; in vain, Call.Cer.91: so neut. pl. ἠλέματα Opp.H.4.590.

German (Pape)

[Seite 1160] (vgl. ἠλεός u. μάταιος, od. μάτος ist als bloßes Suffixum u. das Wort nicht als zusammengesetzt anzusehen), thöricht, eitel, vergebens, ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς (conj. für ἀδαμάτω) Theocr. 15, 4; oft in der Anth., φαντασίη Agath. 76 (XI, 350), χερὸς ἑκηβολία Paul. Sil. 45 (VI, 75); ἠλέματα πτώσσουσι κενὸν φόβον Opp. Hal. 4, 590; βροντή Sotad. bei Ath. XIV, 621 b; ἀκτῖνες, nichtige, falsche, Claudian. 2 (IX, 139). Auch von Personen, Tim. D. L. 4, 42. – Adv. ἠλεμάτως, Ap. Rh. 4, 1206; in dor. Form ἀλεμ., Callim. Cer. 91.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
sot, déraisonnable.
Étymologie: ἠλεός, μάτην.

Greek Monolingual

ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα
μάταια
επίρρ...
ἠλεμάτως (Α)
1. με οκνηρία, ευτελώς
2. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε- του ηλεός + -μα-τος (< μέ-μον-α «σκέπτομαι έντονα, σκοπεύω να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- της ρίζας men-, η συνεσταλμένη βαθμίδα της οποίας mn- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -τος όπως αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος)].

Greek Monotonic

ἠλέμᾰτος: (ἠλεός), Δωρ. ἀλέματος, -ον, μάταιος, ανόητος, σε Θεόκρ., Ανθ.