θύραθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θύραθεν]], Α και επικ. τ. [[θύρηθε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ὁ [[θύραθεν]]» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική [[πίστη]], ο [[εθνικός]], ο [[ειδωλολατρικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἡ [[θύραθεν]] [[παιδεία]]» — η κλασική [[παιδεία]], η [[παιδεία]] που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική [[φιλολογία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χριστιανική<br /><b>αρχ.</b><br />έξω, [[εκτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ [[θύραθεν]]» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες<br />β) «τὰ [[θύραθεν]]» — τα εξωτερικά [[αγαθά]]<br />γ) «[[θύραθεν]] τῶν νόμων» — [[εκτός]] νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[θύραθεν]], Α και επικ. τ. [[θύρηθε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ὁ [[θύραθεν]]» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική [[πίστη]], ο [[εθνικός]], ο [[ειδωλολατρικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἡ [[θύραθεν]] [[παιδεία]]» — η κλασική [[παιδεία]], η [[παιδεία]] που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική [[φιλολογία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χριστιανική<br /><b>αρχ.</b><br />έξω, [[εκτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ [[θύραθεν]]» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες<br />β) «τὰ [[θύραθεν]]» — τα εξωτερικά [[αγαθά]]<br />γ) «[[θύραθεν]] τῶν νόμων» — [[εκτός]] νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύρᾱθεν:''' Επικ. [[θύρηθε]] ([[θύρα]]), επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> από το εξωτερικό [[μέρος]] της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> έξω από την πόρτα, έξω, <i>θύρηθ' ἔα</i>, ήταν έξω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἱθ</i>., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρᾱθεν Medium diacritics: θύραθεν Low diacritics: θύραθεν Capitals: ΘΥΡΑΘΕΝ
Transliteration A: thýrathen Transliteration B: thyrathen Transliteration C: thyrathen Beta Code: qu/raqen

English (LSJ)

Adv.

   A from outside the door: and generally, from without, αἱ θ. εἴσοδοι E.Andr.952; θ. εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28.    2 outside the door, outside, ἡ θ. ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θ. foreigners, the enemy, A.Th.68, 193.    3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).

German (Pape)

[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.

Greek Monolingual

(ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε)
επίρρ.
1. απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα
2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός
3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» — η κλασική παιδεία, η παιδεία που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική φιλολογία, σε αντιδιαστολή προς τη χριστιανική
αρχ.
έξω, εκτός
2. φρ. α) «οἱ θύραθεν» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες
β) «τὰ θύραθεν» — τα εξωτερικά αγαθά
γ) «θύραθεν τῶν νόμων» — εκτός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θεν].

Greek Monotonic

θύρᾱθεν: Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ.
1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.
2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.