θωπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[θωπεύω]]) [[θωψ]]<br /><b>1.</b> [[κολακεύω]], [[καλοπιάνω]]<br /><b>2.</b> [[περιποιούμαι]] πολύ, [[παρέχω]] υπηρεσίες<br /><b>3.</b> [[χαϊδεύω]], [[χαϊδολογώ]] («[[θωπεύω]] ίππον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) [[κάνω]] χαρές<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καιρὸν [[θωπεύω]]» — [[εκμεταλλεύομαι]] τις περιστάσεις.
|mltxt=(Α [[θωπεύω]]) [[θωψ]]<br /><b>1.</b> [[κολακεύω]], [[καλοπιάνω]]<br /><b>2.</b> [[περιποιούμαι]] πολύ, [[παρέχω]] υπηρεσίες<br /><b>3.</b> [[χαϊδεύω]], [[χαϊδολογώ]] («[[θωπεύω]] ίππον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]]) [[κάνω]] χαρές<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καιρὸν [[θωπεύω]]» — [[εκμεταλλεύομαι]] τις περιστάσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θωπεύω:''' ([[θώψ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[κολακεύω]], [[χαϊδεύω]], [[θωπεύω]], [[καλοπιάνω]], Λατ. adulari, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· σὺ [[ταῦτα]] θώπευ' ας είναι δικό [[σου]] [[έργο]] να κολακεύεις έτσι, σε Σοφ.· [[χαϊδεύω]] [[άλογο]] ή το [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] στην [[πλάτη]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπεύω Medium diacritics: θωπεύω Low diacritics: θωπεύω Capitals: ΘΩΠΕΥΩ
Transliteration A: thōpeúō Transliteration B: thōpeuō Transliteration C: thopeyo Beta Code: qwpeu/w

English (LSJ)

(θώψ)

   A flatter, wheedle, τινα S.OC 1003, 1336, E.Heracl.983, Ar.Ach.657, Eq.48; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, S.El.397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.Tht.173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.Rh.2.170S.; καιρὸν θ. to be a time-server, Ps.-Phoc.93; ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος serve others (in good sense), PSI5.525.16 (iii B.C.); of dogs, fawn, Arist.Phgn.811b38; caress, pat a horse, X.Eq.10.13, Cyn.6.21; of disease, soothe, τὴν χολήν Sever.Clyst.p.37 D.:—Pass., Ar. Eq.1116.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ ταῦτα θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.

Greek (Liddell-Scott)

θωπεύω: (θώψ) κολακεύω, περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. Ἡρακλ. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ ταῦτα θώπευ’, ἂς εἶναι ἰδικόν σου ἔργον οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.

French (Bailly abrégé)

flatter, caresser.
Étymologie: θώψ.

Greek Monolingual

θωπεύω) θωψ
1. κολακεύω, καλοπιάνω
2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες
3. χαϊδεύω, χαϊδολογώθωπεύω ίππον»)
αρχ.
1. (για σκύλο) κάνω χαρές
2. (για ασθένεια) κατευνάζω
3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» — εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις.

Greek Monotonic

θωπεύω: (θώψ), μέλ. -σω, κολακεύω, χαϊδεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, Λατ. adulari, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· σὺ ταῦτα θώπευ' ας είναι δικό σου έργο να κολακεύεις έτσι, σε Σοφ.· χαϊδεύω άλογο ή το χτυπώ ελαφρά στην πλάτη, σε Ξεν.