κατεφάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεφάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εφορμώ]], [[πηδώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]], [[σαρώνω]] («κῡμα νηὸς [[ὑπὲρ]] πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[πηδώ]] από [[κάπου]] («[[οὐρανόθεν]] [[κατεπάλμενος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφάλλομαι]] «[[πηδώ]], [[εφορμώ]]»].
|mltxt=[[κατεφάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εφορμώ]], [[πηδώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]], [[σαρώνω]] («κῡμα νηὸς [[ὑπὲρ]] πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[πηδώ]] από [[κάπου]] («[[οὐρανόθεν]] [[κατεπάλμενος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφάλλομαι]] «[[πηδώ]], [[εφορμώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεφάλλομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πηδώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εφορμώ]], [[κατεπάλμενος]] (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> για το <i>κατ-έπαλτο</i>, βλ. [[καταπάλλω]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφάλλομαι Medium diacritics: κατεφάλλομαι Low diacritics: κατεφάλλομαι Capitals: ΚΑΤΕΦΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katephállomai Transliteration B: katephallomai Transliteration C: katefallomai Beta Code: katefa/llomai

English (LSJ)

   A leap down against, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94 (where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon, κῦμα . . νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down, οὐρανόθεν Nonn. D.48.614; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.

German (Pape)

[Seite 1399] (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεφάλλομαι: ἀποθ., ἐπιπηδῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, κατεπάλμενος (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

f. κατεφαλοῦμαι, ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync. κατέπαλτο, part. sync. κατεπάλμενος;
s’élancer d’en haut ; sauter à bas de.
Étymologie: κατά, ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part., κατεπάλμενος, springing down to the attack, Il. 11.94†.

Greek Monolingual

κατεφάλλομαι (Α)
1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου
2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)
3. πηδώ από κάπουοὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»].

Greek Monotonic

κατεφάλλομαι: αποθ.,
I. πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, κατεπάλμενος (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. για το κατ-έπαλτο, βλ. καταπάλλω.