Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατεξουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατεξουσιάζω]]) [[κατεξουσία]]<br />[[εξουσιάζω]] ολοκληρωτικά, [[ασκώ]] πλήρη [[εξουσία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ο [[άνθρωπος]] κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).
|mltxt=(AM [[κατεξουσιάζω]]) [[κατεξουσία]]<br />[[εξουσιάζω]] ολοκληρωτικά, [[ασκώ]] πλήρη [[εξουσία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερισχύω]], επιβάλλομαι, [[επικρατώ]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ο [[άνθρωπος]] κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεξουσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασκώ]] [[εξουσία]] πάνω σε, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξουσιάζω Medium diacritics: κατεξουσιάζω Low diacritics: κατεξουσιάζω Capitals: ΚΑΤΕΞΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: katexousiázō Transliteration B: katexousiazō Transliteration C: kateksousiazo Beta Code: katecousia/zw

English (LSJ)

   A exercise authority over, τινος Ev.Matt.20.25, Ev.Marc.10.42; τῶν ὅλων Jul. Gal.100c.

German (Pape)

[Seite 1395] seine Macht (ἐξουσία) gegen Einen gebrauchen, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξουσιάζω: ἐξασκῶ ἐξουσίαν ὑπεράνω τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα φύσις Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.

French (Bailly abrégé)

exercer son autorité sur ou contre, gén..
Étymologie: κατά, ἐξουσιάζω.

English (Strong)

from κατά and ἐξουσιάζω; to have (wield) full privilege over: exercise authority.

English (Thayer)

not found in secular authors; to exercise authority, wield power (see κατά, III:3): τίνος, over one, Mark 10:42.

Greek Monolingual

(AM κατεξουσιάζω) κατεξουσία
εξουσιάζω ολοκληρωτικά, ασκώ πλήρη εξουσία σε κάποιον
νεοελλ.
υπερισχύω, επιβάλλομαι, επικρατώ, γίνομαι κύριος («ο άνθρωπος κατεξουσίασε τα στοιχεία της φύσεως»).

Greek Monotonic

κατεξουσιάζω: μέλ. -σω, ασκώ εξουσία πάνω σε, τινός, σε Καινή Διαθήκη