καταγώγιον: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]]. | |btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατᾰγώγιον:''' τό, [[μέρος]] στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, [[πανδοχείο]], [[ξενοδοχείο]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A lodging, inn, resting-place, Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν κ. Plu.Luc.42; κ. ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων κ. OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form κατᾰγωγ-γεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d. II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.). III in pl., τὰ καταγώγια festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.
Greek Monotonic
κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.