κυδάζω: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»].
|mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠδάζω:''' ([[κύδος]], ὁ), [[βρίζω]], βλασφημώ, [[διασύρω]] — Παθ., γίνονται [[αντικείμενο]] ονειδισμού, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδάζω Medium diacritics: κυδάζω Low diacritics: κυδάζω Capitals: ΚΥΔΑΖΩ
Transliteration A: kydázō Transliteration B: kydazō Transliteration C: kydazo Beta Code: kuda/zw

English (LSJ)

(κύδος)

   A revile, abuse, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν Epich.6:—in Med., c.dat., τήνῳ κυδάζομαί τε κἀπ' ὦν ἠχθόμαν Id.35.6; οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; A.Fr.94: c. acc., ὦ πέπον ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ A.R.1.1337:—Pass., to be reviled, S.Aj.722.

German (Pape)

[Seite 1524] (vgl. κῦδος u. κυδαίνω), nur im schlimmen Sinne, schmähen, beschimpfen; Epicharm. b. Schol. Soph. Ai. 709, μὴ κύδαζέ μου τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν; pass., κυδάζεται τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις ὁμοῦ Soph. a. a. O., wo der Schol. aus Aesch. frg. 81 οὔτοι γυναιξὶ κυδάζεσθαι, »von den Weibern verhöhnt werden« citirt. – Auch med., = act., τήνῳ κυδάζομαι Epicharm. bei Ath. VI, 236 a, u. Ap. Rh. ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ, 1, 1337, du schmähtest mich, wo der Schol. diese Bdtg von κῦδος als syrakusisch bezeichnet, überdies aber kurz gebraucht ist.

Greek (Liddell-Scott)

κῠδάζω: (κύδος, ὁ, ὃ ἴδε) ὀνειδίζω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεὸν Ἐπίχ. 3 Ahr.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., μετὰ δοτ., τήνῳ κυδάζομαί τε κἄπ’ ὦν ἠχθόμαν ὁ αὐτ. ἐν 19. 6· οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 91· ὦ πέπον, ἦ μάλα δή με κακῶς ἐκυδάσσαο Ἀπολλ. Ρόδ. Αϳ. 1337· ― παθ., Σοφ. Αἴ. 722.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
injurier, insulter, acc..
Étymologie: κῦδος -- DELG v.sl. kuditi « blâmer ».

Greek Monolingual

κυδάζω (Α)
βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα kud- της ΙΕ ρίζας keuәd- «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω, επιπλήττω», πρβλ. αρχ. σλαβ. kuditi «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. gehiuze «κραυγή, σαρκασμός», πιθ. αρχ. ινδ. kutsάyati «κατηγορώ, κοροϊδεύω» και μέσ. αγγλ. schūten «κραυγάζω»].

Greek Monotonic

κῠδάζω: (κύδος, ὁ), βρίζω, βλασφημώ, διασύρω — Παθ., γίνονται αντικείμενο ονειδισμού, σε Σοφ.