Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυκαυγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[λυκαυγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λυκαυγές]]<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] λίγο [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[καθώς]] και το διάχυτο φως που υπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]] αυτή την ώρα («οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] [[λαμπρά]], ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> το [[ξεκίνημα]] μιας περιόδου («το [[λυκαυγές]] της ζωής» — η πρώτη [[νεότητα]], η εφηβική [[ηλικία]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σούρουπο]], το [[σουρούπωμα]], το [[λυκόφως]] («[[σκότος]] ἔχουσαν [τὴν [[νύκτα]]] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκη]] «[[χάραμα]], [[ξημέρωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i>, -<i>ές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[λυκαυγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λυκαυγές]]<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] λίγο [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[καθώς]] και το διάχυτο φως που υπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]] αυτή την ώρα («οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] [[λαμπρά]], ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> το [[ξεκίνημα]] μιας περιόδου («το [[λυκαυγές]] της ζωής» — η πρώτη [[νεότητα]], η εφηβική [[ηλικία]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σούρουπο]], το [[σουρούπωμα]], το [[λυκόφως]] («[[σκότος]] ἔχουσαν [τὴν [[νύκτα]]] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκη]] «[[χάραμα]], [[ξημέρωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i>, -<i>ές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠκαυγής:''' -ές (*[[λυκή]], [[αὐγή]]), αυτός που ανήκει στο [[λυκόφως]] ή συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] [[αυτού]]· <i>τὸ [[λυκαυγές]]</i>, [[αυγή]], [[χάραμα]], [[ξημέρωμα]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαυγής Medium diacritics: λυκαυγής Low diacritics: λυκαυγής Capitals: ΛΥΚΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lykaugḗs Transliteration B: lykaugēs Transliteration C: lykavgis Beta Code: lukaugh/s

English (LSJ)

ές, (Λύκη)

   A of or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λ. early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαυγής: -ές, (*λύκη) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λυκόφως ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7˙ τὸ λυκαυγές, ἡ αὐγή, «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.
Étymologie: *λύκη, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές (AM λυκαυγής, -ές)
1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά
2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές
το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. μτφ. το ξεκίνημα μιας περιόδου («το λυκαυγές της ζωής» — η πρώτη νεότητα, η εφηβική ηλικία)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το σούρουπο, το σουρούπωμα, το λυκόφωςσκότος ἔχουσαν [τὴν νύκτα] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκη «χάραμα, ξημέρωμα» + -αυγής, -ές (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].

Greek Monotonic

λῠκαυγής: -ές (*λυκή, αὐγή), αυτός που ανήκει στο λυκόφως ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού· τὸ λυκαυγές, αυγή, χάραμα, ξημέρωμα, σε Λουκ.