μεθαρμόζω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ <b>βλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμόζω]]. | |mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ <b>βλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμόζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεθαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. <i>-όσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[διορθώνω]], σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ <i>μεθηρμοσάμην</i>, με Παθ. παρακ. <i>-ήρμοσμαι</i>, προσαρμόζομαι, <i>μεθάρμοσαι νέους τρόπους</i>, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, σε Αισχύλ.· <i>μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
later Att. μεθαρμόττω,
A dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose, δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr.311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν E.Alc.1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι AP7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι AP9.584.12: c. gen., from a certain condition, Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4, etc.; adapt oneself, μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53; πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.
German (Pape)
[Seite 111] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν, Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.
Greek (Liddell-Scott)
μεθαρμόζω: μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - διαφόρως διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε νέας ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, ἐπαναφέρω τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ πρός τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, προσαρμόζω ἐμαυτὸν καταλλήλως πρός τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· πρός τι Διον. Ἁλ. 10. 51.
French (Bailly abrégé)
ao. μεθήρμοσα;
arranger d’une autre manière, particul. rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; Pass. changer de situation, de sentiment, de genre de vie;
Moy. μεθαρμόζομαι tr. changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d’être.
Étymologie: μετά, ἁρμόζω.
Greek Monolingual
(Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω)
μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)
2. μέσ. μεθαρμόζομαι
α) μεταβάλλω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ κάτι νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», Αισχύλ.)
β) προσαρμόζομαι
γ) συμφωνώ («πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)
δ) μουσ. αλλάζω ήχο, μέλος («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ βλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἁρμόζω.
Greek Monotonic
μεθαρμόζω: μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. -όσω, τοποθετώ διαφορετικά, διορθώνω, σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ μεθηρμοσάμην, με Παθ. παρακ. -ήρμοσμαι, προσαρμόζομαι, μεθάρμοσαι νέους τρόπους, υιοθετώ νέες συνήθειες, σε Αισχύλ.· μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον, σε Ευρ.