μισθαρνία: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />(Α [[μισθαρνία]]) [[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> [[εργασία]] με [[μισθό]]<br /><b>2.</b> [[λήψη]] μισθού, [[είσπραξη]] μισθού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύστημα]] εργασίας [[κατά]] το οποίο ο [[εργοδότης]], στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό [[μισθό]] για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, [[χωρίς]] κανένα [[ενδιαφέρον]] για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο [[μισθό]] για την [[εργασία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνεία]], [[εκπόρνευση]].
|mltxt=η<br />(Α [[μισθαρνία]]) [[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> [[εργασία]] με [[μισθό]]<br /><b>2.</b> [[λήψη]] μισθού, [[είσπραξη]] μισθού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύστημα]] εργασίας [[κατά]] το οποίο ο [[εργοδότης]], στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό [[μισθό]] για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, [[χωρίς]] κανένα [[ενδιαφέρον]] για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο [[μισθό]] για την [[εργασία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνεία]], [[εκπόρνευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνία:''' ἡ, το να κερδίζει [[κανείς]] [[μισθό]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνία Medium diacritics: μισθαρνία Low diacritics: μισθαρνία Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΑ
Transliteration A: mistharnía Transliteration B: mistharnia Transliteration C: mistharnia Beta Code: misqarni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wage-earning, D.18.50,284, Luc.Fug.17; a branch of μεταβλητική, Arist.Pol.1258b25.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, das Lohnempfangen, Arbeiten um Lohn, Dem. 18, 50. 284 u. A., wie Luc. Fugit. 17; vgl. Arist. pol. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνία: ἡ, τὸ λαμβάνειν μισθόν, Δημ. 242. 17., 320. 13· ἡ μισθαρνία ἀποτελεῖ μέρος τῆς μεταβλητικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Greek Monolingual

η
μισθαρνία) μίσθαρνος
1. εργασία με μισθό
2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού
νεοελλ.
σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μισθό για την εργασία του
αρχ.
πορνεία, εκπόρνευση.

Greek Monotonic

μισθαρνία: ἡ, το να κερδίζει κανείς μισθό, σε Δημ.