μέτοχος: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μέτοχος]], -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [[μετέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή αυτός που μετέχει σε [[κάτι]], [[συνεργός]], [[συναυτουργός]] («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i> και <i>η [[μέτοχος]]<br />[[συνέταιρος]] σε μια [[επιχείρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική [[μετοχή]] («[[συνέλευση]] τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέτοχος]] λόγου» — αυτός που [[είναι]] μορφωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συμβουλίου δημόσιων λειτουργών<br /><b>2.</b> ο από κοινού [[ιδιοκτήτης]] οικίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι. | |mltxt=-ο (ΑΜ [[μέτοχος]], -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [[μετέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή αυτός που μετέχει σε [[κάτι]], [[συνεργός]], [[συναυτουργός]] («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i> και <i>η [[μέτοχος]]<br />[[συνέταιρος]] σε μια [[επιχείρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική [[μετοχή]] («[[συνέλευση]] τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέτοχος]] λόγου» — αυτός που [[είναι]] μορφωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συμβουλίου δημόσιων λειτουργών<br /><b>2.</b> ο από κοινού [[ιδιοκτήτης]] οικίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29. II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc. 2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc. 3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.). III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).
German (Pape)
[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe à, gén..
Étymologie: μετέχω.
English (Strong)
from μετέχω; participant, i.e. (as noun) a sharer; by implication, an associate: fellow, partaker, partner.
English (Thayer)
μέτοχον (μετέχω);
1. sharing in, partaking of, with the genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,8a.): τοῦ Χριστοῦ, of his mind, and of the salvation procured by him, a partner (in a work, office, dignity): Herodotus, Euripides, Plato, Demosthenes, others.)
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μέτοχος, -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) μετέχω
1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος
συνέταιρος σε μια επιχείρηση
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική μετοχή («συνέλευση τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)
μσν.
φρ. «μέτοχος λόγου» — αυτός που είναι μορφωμένος
αρχ.
1. μέλος συμβουλίου δημόσιων λειτουργών
2. ο από κοινού ιδιοκτήτης οικίας
3. φρ. «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι.
Greek Monotonic
μέτοχος: -ον (μετέχω),·
I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που συμμετέχει κάπου, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., συνεργάτης, συνεργός, τοῦφόνου, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.