μυωπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μυωπάζω]])<br />[[μισοκλείνω]] τα μάτια μου για να [[διακρίνω]] πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]], [[είμαι]] μύωπας, [[πάσχω]] από [[μυωπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αδυνατώ]] να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν [[αντιλαμβάνομαι]] μια δυσμενή [[κατάσταση]], παρούσα ή μελλοντική<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύωψ]], -<i>ωπος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θηλ</i>-<i>άζω</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[μυωπάζω]])<br />[[μισοκλείνω]] τα μάτια μου για να [[διακρίνω]] πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]], [[είμαι]] μύωπας, [[πάσχω]] από [[μυωπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αδυνατώ]] να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν [[αντιλαμβάνομαι]] μια δυσμενή [[κατάσταση]], παρούσα ή μελλοντική<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύωψ]], -<i>ωπος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θηλ</i>-<i>άζω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυωπάζω:''' ([[μύωψ]]), έχω [[μυωπία]], [[βλέπω]] αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπάζω Medium diacritics: μυωπάζω Low diacritics: μυωπάζω Capitals: ΜΥΩΠΑΖΩ
Transliteration A: myōpázō Transliteration B: myōpazō Transliteration C: myopazo Beta Code: muwpa/zw

English (LSJ)

   A blink the eyes, as shortsighted persons do : hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.

German (Pape)

[Seite 224] kurzsichtig sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».

French (Bailly abrégé)

avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.

English (Strong)

from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.

English (Thayer)

(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].

Greek Monotonic

μυωπάζω: (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη