νεβρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεβρός]], ὁ και σπαν. ἡ)<br />το [[νεογνό]] του ελαφιού, το [[ελαφάκι]] («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, [[τέκος]] ἐλάφοιο ταχείης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς [[πόδας]] τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[σύμβολο]] φόβου και δειλίας («[[τίφθ']] [[οὕτως]] ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[νεβρός]] τὸν λέοντα (ενν. <i>αἱρεῑ</i>, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για [[παράδοξο]] [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neg</i><sup>w</sup>-<i>ro</i>-, που συνδέεται με αρμ. <i>nerk</i> «[[χρώμα]]», ίσως και λατ. <i>niger</i> «[[σκοτεινός]]». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται [[επομένως]] από το [[χρώμα]] του. Ανάλογη [[περίπτωση]] το [[προκάς]] «[[ελάφι]]», συγγενές με το <i>πρεκνός</i> / [[περκνός]] «[[στικτός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεβρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νέβραξ]], [[νέβρειος]], [[νεβρή]], [[νεβρίας]], [[νέβρινος]], [[νέβριον]], [[νεβρίτης]], [[νεβρίτις]], [[νεβρούμαι]], [[νεβρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νεβρόγονος]], [[νεβροκτόνος]], [[νεβροστολίζω]], [[νεβροτόκος]], [[νεβροφανής]], [[νεβροφόνος]], [[νεβροχίτων]].
|mltxt=ο (Α [[νεβρός]], ὁ και σπαν. ἡ)<br />το [[νεογνό]] του ελαφιού, το [[ελαφάκι]] («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, [[τέκος]] ἐλάφοιο ταχείης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς [[πόδας]] τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[σύμβολο]] φόβου και δειλίας («[[τίφθ']] [[οὕτως]] ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[νεβρός]] τὸν λέοντα (ενν. <i>αἱρεῑ</i>, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για [[παράδοξο]] [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neg</i><sup>w</sup>-<i>ro</i>-, που συνδέεται με αρμ. <i>nerk</i> «[[χρώμα]]», ίσως και λατ. <i>niger</i> «[[σκοτεινός]]». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται [[επομένως]] από το [[χρώμα]] του. Ανάλογη [[περίπτωση]] το [[προκάς]] «[[ελάφι]]», συγγενές με το <i>πρεκνός</i> / [[περκνός]] «[[στικτός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεβρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νέβραξ]], [[νέβρειος]], [[νεβρή]], [[νεβρίας]], [[νέβρινος]], [[νέβριον]], [[νεβρίτης]], [[νεβρίτις]], [[νεβρούμαι]], [[νεβρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νεβρόγονος]], [[νεβροκτόνος]], [[νεβροστολίζω]], [[νεβροτόκος]], [[νεβροφανής]], [[νεβροφόνος]], [[νεβροχίτων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεβρός:''' ὁ και ἡ, [[νεογνό]] ελαφιού, νεογέννητο [[ελαφάκι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πέδιλα νεβρῶν</i>, υποδήματα από [[δέρμα]] νεογέννητου ελαφιού, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρός Medium diacritics: νεβρός Low diacritics: νεβρός Capitals: ΝΕΒΡΟΣ
Transliteration A: nebrós Transliteration B: nebros Transliteration C: nevros Beta Code: nebro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.

English (Autenrieth)

fawn; as symbol of timorousness, Il. 4.243.

Greek Monolingual

ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό του ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῑ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων.

Greek Monotonic

νεβρός: ὁ και ἡ, νεογνό ελαφιού, νεογέννητο ελαφάκι, σε Όμηρ. κ.λπ.· πέδιλα νεβρῶν, υποδήματα από δέρμα νεογέννητου ελαφιού, σε Ηρόδ.