νομοθέτης: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[νομοθέτις]] (ΑΜ [[νομοθέτης]], Α θηλ. [[νομοθέτις]], -ιδος)<br />αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, [[θεσμοθέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «[[νομοθέτης]] της ποίησης» β. «[[νομοθέτης]] της μόδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ.) <i>oἱ νομοθέται</i><br />[[επιτροπή]] δικαστών στην αρχαία Αθήνα που [[έργο]] τους ήταν η [[αναθεώρηση]] τών νόμων της πόλεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θημι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λογο</i>-[[θέτης]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[νομοθέτις]] (ΑΜ [[νομοθέτης]], Α θηλ. [[νομοθέτις]], -ιδος)<br />αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, [[θεσμοθέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «[[νομοθέτης]] της ποίησης» β. «[[νομοθέτης]] της μόδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ.) <i>oἱ νομοθέται</i><br />[[επιτροπή]] δικαστών στην αρχαία Αθήνα που [[έργο]] τους ήταν η [[αναθεώρηση]] τών νόμων της πόλεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θημι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λογο</i>-[[θέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νομοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, οι <i>Νομοθέται</i> ήταν πολυάριθμη [[επιτροπή]] δικαστών επιφορτισμένων με την [[αναθεώρηση]] των νόμων, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lawgiver, Antipho 5.15, Th.8.97, Pl. R.429c, Ep.Jac.4.12, etc. II in pl., at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. And.1.83, IG22.140.8, D.3.10, Lex ap.eund.24.21, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθέτης: -ου, (τίθημι) ὁ τιθείς νόμους, Ἀντιφῶν 131, 13, Θουκ. 8. 97, Πλάτ. Πολ. 429C, κτλ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ Νομοθέται ἦσαν πολυάριθμός τις ἐπιτροπὴ ἐκ δικαστῶν, εἰς οὓς ἦτο ἀνατεθειμένη ἡ ἀναθεώρησις τῶν νόμων, Ἀνδοκ. 11. 27, Δημ. 31. 11., 706. 22 κἑξ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 131. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
législateur ; οἱ νομοθέται les Nomothètes, chargés de reviser la législation.
Étymologie: νόμος, τίθημι.
Par. ἄρχων.
English (Strong)
from νόμος and a derivative of τίθημι; a legislator: lawgiver.
English (Thayer)
νομοθετου, ὁ (νόμος and τίθημι, a lawgiver: Antiphon, Thucydides), Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, others; the Sept. Psalm 9:21.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, -ιδος)
αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης
νεοελλ.
πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης της ποίησης» β. «νομοθέτης της μόδας»)
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ.) oἱ νομοθέται
επιτροπή δικαστών στην αρχαία Αθήνα που έργο τους ήταν η αναθεώρηση τών νόμων της πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -θέτης (< τί-θημι), πρβλ. λογο-θέτης.
Greek Monotonic
νομοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι)·
I. αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. στην Αθήνα, οι Νομοθέται ήταν πολυάριθμη επιτροπή δικαστών επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των νόμων, σε Δημ.