ὁσάκις: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(29) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁσάκις]], Α και ὁσσάκις και [[ὁσσάκι]])<br /><b>επίρρ.</b> όσες φορές, [[κάθε]] [[φορά]] που, όποτε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅσος]] / [[ὅσσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγιστ</i>-<i>άκις</i>)]. | |mltxt=(ΑΜ [[ὁσάκις]], Α και ὁσσάκις και [[ὁσσάκι]])<br /><b>επίρρ.</b> όσες φορές, [[κάθε]] [[φορά]] που, όποτε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅσος]] / [[ὅσσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγιστ</i>-<i>άκις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁσάκις:''' [ᾰ], Επικ. [[ὁσσάκι]], ([[ὅσος]]), τόσες φορές όσες, τόσο [[συχνά]] όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το [[τοσσάκι]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. ὁσσάκι, as always in Hom.; also ὁσσάκις, Tab.Heracl.1.132, Call.Epigr.2.2: (ὅσος):—
A as many times as, as of ten as, Relat. to τοσσάκι, Il.21.265,22.194, Od.11.585 ; Att. form in Th.7.18, Lys.25.9, Pl.Tht.143a, X.Mem.3.4.3, 1 Ep.Cor.11.25, etc.:—also ὁσᾰκισδήποτε, Dosith.p.409 K.; ὁσᾰκισοῦν, Nicom.Ar.2.17.
German (Pape)
[Seite 394] poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσάκις: [ᾰ], Ἐπικ. ὁσσάκι, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως ὁσσάκις, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 2· (ὅσος): ― ὡς καὶ νῦν, ὁσάκις, ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς στῆναι ἀντίβιον Ἰλ. Φ. 265· ὁσσάκι δ’ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων Χ. 194· ἀναφορ. συσχετικὸν τοῦ τοσσάκι, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ Ὀδ. Λ. 585· Ἀττ. τύπος ἐν Λυσ. 171. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, Ξεν., κτλ.· ὁσάκις οὖν Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
French (Bailly abrégé)
adv.
aussi souvent que, toutes les fois que.
Étymologie: ὅσος, -ακις.
English (Strong)
multiple adverb from ὅς; how (i.e. with ἄν, so) many times as: as oft(-en) as.
English (Thayer)
(ὅσος), relative adverb, as often as; with the addition of ἄν, as often soever as, R G; cf. Winer s Grammar, § 42,5a.; Buttmann, § 139,34); also of ἐάν (L T Tr WH in 1 Corinthians , in the passage cited); Lysias, Plato, others.))
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι)
επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. ολιγιστ-άκις)].
Greek Monotonic
ὁσάκις: [ᾰ], Επικ. ὁσσάκι, (ὅσος), τόσες φορές όσες, τόσο συχνά όσο, Λατ. quoties, σε Ομήρ. Ιλ.· συσχετικό προς το τοσσάκι, σε Ομήρ. Οδ.