παράλλαξις: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouvement alternatif, <i>particul.</i> mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;<br /><b>2</b> changement;<br /><b>3</b> <i>t. d’astronomie</i> parallaxe.<br />'''Étymologie:''' [[παραλλάσσω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouvement alternatif, <i>particul.</i> mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;<br /><b>2</b> changement;<br /><b>3</b> <i>t. d’astronomie</i> parallaxe.<br />'''Étymologie:''' [[παραλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράλλαξις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[εναλλαγή]], [[περιτροπή]], [[αλληλοδιαδοχή]], εναλλακτική [[κίνηση]], [[τῶν]] σκελῶν, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειροτέρευση]], [[επιδείνωση]], [[αλλαγή]] προς το χειρότερο, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alternation : overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ; π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66. 2 alternating motion, τῶν σκελῶν Plu.Phil.6 ; ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b. II change, deviation, mutation, Pl.Ti.22d, cf. Plt.269e, Placit.1.7.33 (pl.); διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93 oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1. III change of position, τῶν γωνιῶν Arist.Cael.287a18 ; ἡ τοῦ ἡλίου π. D.C.76.13. 2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al. b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη . . ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Abwechselung, Vertauschung; Plut. τῶν σκελῶν, Philop. 6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ τῆς κεφαλῆς π., das Hinundherbewegen, sol. an. 24; – die Abweichung, Plat. Tim. 22 d; ὅτι σμικροτάτην τῆς αὑτοῦ κινήσεως παράλλαξιν, Polit. 269 e; Parallaxe, der Gestirne, Sp., vgl. Plut. fac. orb. lun. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παράλλαξις: ἡ, παραλλαγή, π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ ἀλλήλων κεῖσθαι, οἷον ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. παράλλαγμα. 2) διαδοχικὴ κίνησις, τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ χεῖρον, καὶ καθόλου, τροπή, μετατροπή, Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία κλίσις δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν ἅπερ παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ παράλλαξις εἶναι γωνία σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ κέντρον τῆς γῆς καὶ πρός τι σημεῖον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 εἶναι παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mouvement alternatif, particul. mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;
2 changement;
3 t. d’astronomie parallaxe.
Étymologie: παραλλάσσω.
Greek Monotonic
παράλλαξις: ἡ,
I. εναλλαγή, περιτροπή, αλληλοδιαδοχή, εναλλακτική κίνηση, τῶν σκελῶν, σε Πλούτ.
II. χειροτέρευση, επιδείνωση, αλλαγή προς το χειρότερο, σε Πλάτ.