πραϋντικός: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.
German (Pape)
[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.
Greek Monotonic
πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.