προσεξετάζω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[εξετάζω]], [[ερευνώ]] επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους [[εἶναι]] τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», <b>Δημοσθ.</b>). | |mltxt=Α<br />[[εξετάζω]], [[ερευνώ]] επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους [[εἶναι]] τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», <b>Δημοσθ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]], [[ψάχνω]] μέσα σε, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).