προκηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α<br />[[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]] μέσω κήρυκα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγγέλλω]] [[επίσημα]] και [[δημόσια]] [[κάτι]] που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε [[διαγωνισμός]] για [[δέκα]] θέσεις υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]] [[κάτι]] [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] σε [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηρύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κῆρυξ]])].
|mltxt=ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α<br />[[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]] μέσω κήρυκα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγγέλλω]] [[επίσημα]] και [[δημόσια]] [[κάτι]] που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε [[διαγωνισμός]] για [[δέκα]] θέσεις υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]] [[κάτι]] [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] σε [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηρύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κῆρυξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακοινώνω]] με κήρυκα, [[διακηρύσσω]] δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηρύσσω Medium diacritics: προκηρύσσω Low diacritics: προκηρύσσω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: prokērýssō Transliteration B: prokēryssō Transliteration C: prokirysso Beta Code: prokhru/ssw

English (LSJ)

Att. προκηρύττω,

   A proclaim by herald, proclaim publicly, S. Ant.461, Is.6.37, etc.: c. inf., π. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Arist.Oec. 1350a20; π. οἱ ἔφοροι κείρεσθαι Plu.Cleom.9: c. acc. rei, δρόμον π. S.El.684; ταῦτα Id.Ant.34; π. στεφάνους τινί Plb.5.60.3; π. ἀγοράν Ael.VH4.1; advertise for sale, κατ' ἀγορὰν τὰ ὤνια Poll.8.103 (v.l.); put up to auction, γῆν PEleph.23.15 (iii B. C.):—Pass., POxy.2112.12 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 730] att. -ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσθετ' ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαθίᾳ, Pol. 5, 60, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ κήρυκος διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, Σοφ. Ἀντ. 461, Ἰσαῖ. 60. 2, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., πρ. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Ἀριστ. Οἰκ. 2. 23· οἱ ἔφοροι πρ. κείρεσθαι Πλουτ. Κλεομ. 9· μετ’ αἰτ. πράγμ., δρόμον πρ. Σοφ. Ἠλ. 684· ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 34· πρ. στεφάνους τινὶ Πολύβ. 5. 60, 3· πρ. ἀγορὰν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1· τὰ ὤνια κατ’ ἀγορὰν Πολυδ. Ηϳ, 103.

French (Bailly abrégé)

f. προκηρύξω, ao. προεκήρυξα, par contr. προὐκήρυξα;
1 faire annoncer par un héraut : τι qch;
2 publier ou annoncer en parl. d’un héraut, acc..
Étymologie: πρό, κηρύσσω.

English (Strong)

from πρό and κηρύσσω; to herald (i.e. proclaim) in advance: before (first) preach.

English (Thayer)

1st aorist participle προκηρυξας; perfect passive participle προκεκηρυγμενος;
1. to announce or proclaim by herald beforehand (Xenophon, resp. Lac. 11,2; Isaeus, p. 60,2; Polybius, Josephus, Plutarch, others).
2. universally, to announce beforehand (of the herald himself, Sophocles El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his advent, works, and sufferings, passive, τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει δεῖνα προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1).

Greek Monolingual

ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α
διακηρύσσω, ανακοινώνω μέσω κήρυκα
νεοελλ.
αναγγέλλω επίσημα και δημόσια κάτι που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε διαγωνισμός για δέκα θέσεις υπαλλήλων»)
αρχ.
1. διαλαλώ κάτι προς πώληση
2. εκθέτω σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρύσσω (< κῆρυξ)].

Greek Monotonic

προκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακοινώνω με κήρυκα, διακηρύσσω δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.