πύξος: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν<br /><b>1.</b> [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους [[φυτών]] Buxus sempervirens του γένους βούξος, τα οποία [[είναι]] θάμνοι και μικρά δέντρα με [[ξύλο]] σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για [[φύλαξη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] του φυτού [[αυτού]], το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ανοιχτόχρωμο [[χρώμα]] του ξύλου [[αυτού]] του φυτού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν [[κάτι]] γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. <i>boys</i> «[[φυτό]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eu</i>- «[[μεγαλώνω]]», <b>πρβλ.</b> λ. <i>φύω</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eug</i><sup>h</sup>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pοkoso</i>-<i>ekee</i>). Είναι αμφίβολο αν το λατ. <i>buxus</i> (απ' όπου τα: γαλλ. <i>buis</i>, γερμ. <i>Buchse</i>, αγγλ. <i>box</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια]. | |mltxt=η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν<br /><b>1.</b> [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους [[φυτών]] Buxus sempervirens του γένους βούξος, τα οποία [[είναι]] θάμνοι και μικρά δέντρα με [[ξύλο]] σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για [[φύλαξη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] του φυτού [[αυτού]], το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ανοιχτόχρωμο [[χρώμα]] του ξύλου [[αυτού]] του φυτού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν [[κάτι]] γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. <i>boys</i> «[[φυτό]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eu</i>- «[[μεγαλώνω]]», <b>πρβλ.</b> λ. <i>φύω</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eug</i><sup>h</sup>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pοkoso</i>-<i>ekee</i>). Είναι αμφίβολο αν το λατ. <i>buxus</i> (απ' όπου τα: γαλλ. <i>buis</i>, γερμ. <i>Buchse</i>, αγγλ. <i>box</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πύξος:''' ἡ, είδος θάμνου ([[πύξος]]) ή το [[ξύλο]] του πύξου, Λατ. [[buxus]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A box, Buxus sempervirens, Thphr.HP3.15.5, Arist.Mu. 401a3, Mir.831b23, etc. (Hom. only has Adj. πύξινος): prov., πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες 'carry coals to Newcastle', Eust.88.3. 2 boxwood, IG42(1).102.45 (Epid., iv. B.C.), Nic.Al.579, Th.516.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο χλόος, Al. 592.
Greek (Liddell-Scott)
πύξος: ἡ, τὸ «πυξάρι», Τουρκιστὶ «τσιμισίρ», τὸ δένδρον ἢ τὸ ξύλον αὐτοῦ, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 37, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 5· ἀλλ’ ἦτο γνωστὸν καὶ τῷ Ὁμήρῳ τὸ δένδρον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. πύξινος· τὸ δένδρον τοῦτο (πυξάρι) φύεται καὶ αὐξάνεται εἰς ἱκανὸν μέγεθος ἐν τῇ βορειοτέρᾳ Ἑλλάδι, Smith Prodr Fl. Gr. 2. 232· - παροιμ., πύξον εἰς Κύτωρον ἄγειν = γλαῦκας εἰς Ἀθήνας, πρβλ. τὸ παρ’ Ἄγγλοις «to carry coals to Newcastle», Εὐστ. 88. 3. ΙΙ. τὸ ἀνοικτὸν κίτρινον χρῶμα τοῦ ξύλου τῆς πύξου, Νικ. Ἀλεξ. φ. 592, Θ. 516· πρβλ. πύξινος. (Ἐν τῇ Λατ. τὸ π. γίνεται b, buxus, ἐναντίον τοῦ κανόνος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 127).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
buis arbrisseau.
Étymologie: DELG prob. emprunt, pê d’Asie Mineure.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Buxus sempervirens του γένους βούξος, τα οποία είναι θάμνοι και μικρά δέντρα με ξύλο σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για φύλαξη διαφόρων αντικειμένων
2. το ξύλο του φυτού αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργική
αρχ.
1. το ανοιχτόχρωμο χρώμα του ξύλου αυτού του φυτού
2. παροιμ. «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν κάτι γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. boys «φυτό» (< ΙΕ ρίζα bheu- «μεγαλώνω», πρβλ. λ. φύω). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα bheugh- «κάμπτω, λυγίζω». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pοkoso-ekee). Είναι αμφίβολο αν το λατ. buxus (απ' όπου τα: γαλλ. buis, γερμ. Buchse, αγγλ. box) είναι δάνειο από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια].
Greek Monotonic
πύξος: ἡ, είδος θάμνου (πύξος) ή το ξύλο του πύξου, Λατ. buxus.