σεσοφισμένως: Difference between revisions
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[εξυπνάδα]], με [[επιδεξιότητα]] («[[ἴσως]] οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ [[σεσοφισμένως]] [[λέγω]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>σεσοφισμένος</i> του [[σοφίζομαι]]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[εξυπνάδα]], με [[επιδεξιότητα]] («[[ἴσως]] οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ [[σεσοφισμένως]] [[λέγω]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>σεσοφισμένος</i> του [[σοφίζομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σεσοφισμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. <i>σεσόφισμαι</i>, με δόλο, με [[πανουργία]], με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A cunningly, X.Cyn.13.5.
German (Pape)
[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότητα («ἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].
Greek Monotonic
σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.