σεισμός: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(37) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σείω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σείω]], [[σείση]], [[ταρακούνημα]]<br /><b>2.</b> [[δόνηση]] της επιφάνειας της Γης που οφείλεται σε [[φυσικά]] αίτια («ἐγένοντο δὲ καὶ οἱ πολλοὶ σεισμοὶ [[τότε]] τῆς γῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωφ.)</b> απότομη [[διατάραξη]] στο εσωτερικό της Γης που εκδηλώνεται στην επιφάνειά της με [[κίνηση]] του εδάφους, η οποία προκαλείται από τη [[διέλευση]] ελαστικών σεισμικών κυμάτων διά μέσου τών πετρωμάτων της Γης και η οποία προξενεί καταστρεπτικά αποτελέσματα, όταν η έντασή της υπερβεί ένα ορισμένο σχετικά όριο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ηφαιστειογενείς σεισμοί»<br /><b>γεωλ.</b> σεισμοί που οφείλονται σε ηφαιστειακή [[δραστηριότητα]]<br />β) «τεκτονικοί σεισμοί»<br /><b>γεωλ.</b> σεισμοί που οφείλονται στην απότομη [[απελευθέρωση]] ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης, η οποία [[είναι]] συσσωρευμένη στο εσωτερικό της Γης, και εκδηλώνονται όταν οι τάσεις στις μάζες τών πετρωμάτων συσσωρεύονται σε [[σημείο]] ώστε να υπερβαίνουν την [[αντοχή]] τών πετρωμάτων, με [[αποτέλεσμα]] την διάρρηξή τους<br />γ) «[[σεληνιακός]] [[σεισμός]]»<br />(αστρον.-γεωφ.) σεισμική [[διατάραξη]] που εκδηλώνεται στη Σελήνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σεισμός]]<br />[[τρόμος]]»<br /><b>2.</b> [[εκβιασμός]] που γίνεται με την [[απειλή]] συκοφάντησης. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[σείω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σείω]], [[σείση]], [[ταρακούνημα]]<br /><b>2.</b> [[δόνηση]] της επιφάνειας της Γης που οφείλεται σε [[φυσικά]] αίτια («ἐγένοντο δὲ καὶ οἱ πολλοὶ σεισμοὶ [[τότε]] τῆς γῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωφ.)</b> απότομη [[διατάραξη]] στο εσωτερικό της Γης που εκδηλώνεται στην επιφάνειά της με [[κίνηση]] του εδάφους, η οποία προκαλείται από τη [[διέλευση]] ελαστικών σεισμικών κυμάτων διά μέσου τών πετρωμάτων της Γης και η οποία προξενεί καταστρεπτικά αποτελέσματα, όταν η έντασή της υπερβεί ένα ορισμένο σχετικά όριο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ηφαιστειογενείς σεισμοί»<br /><b>γεωλ.</b> σεισμοί που οφείλονται σε ηφαιστειακή [[δραστηριότητα]]<br />β) «τεκτονικοί σεισμοί»<br /><b>γεωλ.</b> σεισμοί που οφείλονται στην απότομη [[απελευθέρωση]] ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης, η οποία [[είναι]] συσσωρευμένη στο εσωτερικό της Γης, και εκδηλώνονται όταν οι τάσεις στις μάζες τών πετρωμάτων συσσωρεύονται σε [[σημείο]] ώστε να υπερβαίνουν την [[αντοχή]] τών πετρωμάτων, με [[αποτέλεσμα]] την διάρρηξή τους<br />γ) «[[σεληνιακός]] [[σεισμός]]»<br />(αστρον.-γεωφ.) σεισμική [[διατάραξη]] που εκδηλώνεται στη Σελήνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σεισμός]]<br />[[τρόμος]]»<br /><b>2.</b> [[εκβιασμός]] που γίνεται με την [[απειλή]] συκοφάντησης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σεισμός:''' ὁ ([[σείω]]),<br /><b class="num">1.</b> σεισμική [[κίνηση]], σεισμική [[δόνηση]], σεισμική [[ταλάντευση]]· <i>γῆς</i>, χθονὸς [[σεισμός]], [[σεισμός]], σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[αναστάτωση]], [[κλονισμός]], [[σάλος]], σε Πλάτ., Κ.Δ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (σείω)
A shaking, shock, γῆς σ. earthquake, E.HF862, Th.3.87; χθονός E.IT1166: abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec.791, Th.1.23, etc. 2 generally, shock, agitation, commotion, σ. τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, cf. Ti.88d; ἔξωθεν . . προσφέρειν τοῖς . . πάθεσι σεισμόν a shock, Id.Lg.791a; σ. τῆς οὐρᾶς Poll.5.61; σ. ἐν τῇ θαλάσσῃ Ev.Matt.8.24. 3 blackmail, extortion, Sammelb.5675.13 (ii B.C.); συκοφάντεια καὶ σ. PPar.15.67 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 869] ὁ, Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῦ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.
Greek (Liddell-Scott)
σεισμός: ὁ, (σείω) σείσιμον, κίνησις σεισμική, γῆς σ., ὡς και νῦν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862, Θουκ. 3. 87· χθονός Εὐρ. Ι. Τ. 1166· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 28., 5. 85., 7. 129, Σοφ. Ο. Κ. 95, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791, Θουκ. 1. 23, Ρήτ. τ. 2, σ. 207, κτλ. 2) καθόλου, τίναγμα, κίνησις, ταραχή, διάσεισις, σ. τοῦ σώματος, Πλατ. Φίληβ. 33Ε, πρβλ. Τίμ. 88D· ἔξωθεν... προσφέρειν τοῖς ... πάθεσι σεισμόν, τιναγμόν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 790 Ε· σ. τῆς οὐρᾶς Πολυδ. Ε΄, 61· ἐν τῇ θαλάσσῃ Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄ 24. ― Καθ’ Ησύχ.: «σεισμός· τρόμος».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR ou simpl. σεισμός tremblement de terre.
Étymologie: σείω.
English (Strong)
from σείω; a commotion, i.e. (of the air) a gale, (of the ground) an earthquake: earthquake, tempest.
English (Thayer)
σεισμοῦ, ὁ (σείω), a shaking, a commotions: ἐν τῇ θαλάσσῃ, a tempest, Herodotus 4,28), Sophocles, Aristophanes down, pre-eminently an earthquake: Sept. for רַעַשׁ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σείω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σείω, σείση, ταρακούνημα
2. δόνηση της επιφάνειας της Γης που οφείλεται σε φυσικά αίτια («ἐγένοντο δὲ καὶ οἱ πολλοὶ σεισμοὶ τότε τῆς γῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (γεωφ.) απότομη διατάραξη στο εσωτερικό της Γης που εκδηλώνεται στην επιφάνειά της με κίνηση του εδάφους, η οποία προκαλείται από τη διέλευση ελαστικών σεισμικών κυμάτων διά μέσου τών πετρωμάτων της Γης και η οποία προξενεί καταστρεπτικά αποτελέσματα, όταν η έντασή της υπερβεί ένα ορισμένο σχετικά όριο
2. φρ. α) «ηφαιστειογενείς σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα
β) «τεκτονικοί σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται στην απότομη απελευθέρωση ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης, η οποία είναι συσσωρευμένη στο εσωτερικό της Γης, και εκδηλώνονται όταν οι τάσεις στις μάζες τών πετρωμάτων συσσωρεύονται σε σημείο ώστε να υπερβαίνουν την αντοχή τών πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την διάρρηξή τους
γ) «σεληνιακός σεισμός»
(αστρον.-γεωφ.) σεισμική διατάραξη που εκδηλώνεται στη Σελήνη
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «σεισμός
τρόμος»
2. εκβιασμός που γίνεται με την απειλή συκοφάντησης.
Greek Monotonic
σεισμός: ὁ (σείω),
1. σεισμική κίνηση, σεισμική δόνηση, σεισμική ταλάντευση· γῆς, χθονὸς σεισμός, σεισμός, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αναστάτωση, κλονισμός, σάλος, σε Πλάτ., Κ.Δ.