συμμανθάνω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[μανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] στη [[μάθηση]] ή στην [[απόκτηση]] γνώσης<br /><b>2.</b> [[συνηθίζω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=Α [[μανθάνω]]<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] στη [[μάθηση]] ή στην [[απόκτηση]] γνώσης<br /><b>2.</b> [[συνηθίζω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A learn along with, share in the knowledge, τινι X.Smp. 2.20; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Id.An.4.5.27; οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος no place knows that I have shared its secret, S.Aj.869 (lyr., s.v.l.; διδάξαι Sch.).
German (Pape)
[Seite 980] (s. μανθάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
Greek (Liddell-Scott)
συμμανθάνω: μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ὥστε με σ., ὥστε νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
1 s’instruire ou apprendre avec;
2 s’habituer à.
Étymologie: σύν, μανθάνω.
Greek Monolingual
Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.
Greek Monolingual
Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.
Greek Monotonic
συμμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.