ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπερβαλλόντως]] ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερβάλλων</i>, -<i>οντος</i>, μτχ. ενεστ. του ρ. [[ὑπερβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=[[ὑπερβαλλόντως]] ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερβάλλων</i>, -<i>οντος</i>, μτχ. ενεστ. του ρ. [[ὑπερβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβαλλόντως:''' επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαλλόντως Medium diacritics: ὑπερβαλλόντως Low diacritics: υπερβαλλόντως Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperballóntōs Transliteration B: hyperballontōs Transliteration C: ypervallontos Beta Code: u(perballo/ntws

English (LSJ)

v. sq. A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

English (Strong)

adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.

English (Thayer)

(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)

Greek Monolingual

ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.