ὕποπτος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; <i>en parl. de choses</i> ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;<br /><b>2</b> soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; [[πρός]] τινα soupçonneux <i>ou</i> défiant à l’égard de qqn ; [[εἰς]] ὕποπτα μὴ μόλῃς [[ἐμοί]] EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; <i>adv.</i> • ὕποπτον LUC avec méfiance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόψομαι]] de [[ὑφοράω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; <i>en parl. de choses</i> ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;<br /><b>2</b> soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; [[πρός]] τινα soupçonneux <i>ou</i> défiant à l’égard de qqn ; [[εἰς]] ὕποπτα μὴ μόλῃς [[ἐμοί]] EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; <i>adv.</i> • ὕποπτον LUC avec méfiance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόψομαι]] de [[ὑφοράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕποπτος Medium diacritics: ὕποπτος Low diacritics: ύποπτος Capitals: ΥΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hýpoptos Transliteration B: hypoptos Transliteration C: ypoptos Beta Code: u(/poptos

English (LSJ)

ον, (ὑφοράω, fut. ὑπόψομαι)

   A viewed with suspicion or jealousy, of persons, A.Ag.1637; opp. πιστός (trusted), Th.3.82; c. dat., an object of suspicion to one, πόλει E.El.644, cf. Th.4.103, 104, etc.; ὕ. τινός suspected in relation to a thing, Plu Pomp.56; ἐπί τινι Luc.Cal.29: c. inf., ὑ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι suspected by them of not having sent... Th.6.75.    2 of things, τάδ' ἦν ὕποπτα E.IT1334; τούτων ὑπόπτων ὄντων Antipho 2.2.4, cf. Epicur.Sent.13, Sammelb.5761.22 (i A. D.); ὕ. ἂν γένοιτο X.Cyr.2.4.16; ὕ. καθειστήκει c. inf., it was matter for suspicion to... Th.4.78: τὰ ὕ. suspected defects, Plu.Galb.24.    b expected, foreseen, of ague fits, ὕ. ἡμέρα, προσβολή, Ruf.Fr.68, Dsc.5.113.    3 Adv., -τως διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under suspicion, τινι Th.8.68, X.HG2.3.40.    II Act., suspecting, fearing, c. gen., ἁλώσεως E.Hec.1135; πρὸς φαρμακίην ὕ. Aret. SD1.5, etc.: τὸ ὕ. suspicion, jealousy, τὸ ὕ. τῆς γνώμης Th.1.90, cf. Plu.Cleom.36, Hdn.4.1.1; τῷ ὑ. μου from suspicion of me, Th.6.89; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί E.El.345. Adv., with suspicion, -τως ἀποδέχεσθαι πάντα Th.6.53, cf. 8.66; ὑ. ἔχειν πρός τινα Isoc.8.112, D.19.132; περὶ τὰ προσφερόμενα Arist.Pr.926b22.    2 of a horse, = ὑπόπτης 2, Poll.1.197.

Greek (Liddell-Scott)

ὕποπτος: ον· (ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ κάτωθεν, καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ πιστός, Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ οἷον ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, ὕποπτος ἦν μᾶλλον ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν πέλας μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως διάκειμαι ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα μολεῖν τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, πλήρης ὑποψίας, πλήρης φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, μετὰ γεν., ὕποπτος ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἁλώσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1135· ὕπ. πρός τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5, κλπ.· -τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ζηλοτυπία, τὸ ὕποπτον τῆς γνώμης Θουκ. 1. 90· τῷ ὑπ. μου, ἐξ ὑποψίας περὶ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 6. 89. - Ἐπίρρ., μεθ’ ὑποψίας, ὑπόπτως ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτὰς ὁ αὐτ. 6. 53, πρβλ. 8. 66· ὑπ. ἔχειν πρός τινα Δημ. 381 ἐν τέλ., Ἰσοκρ. 182Α· περί τινος Ἀριστ. Προβλ. 20. 34. 2) ἐπὶ ἵππου, = ὑπόπτης, Πολυδ. Α΄, 197.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος ou ἐπί τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; en parl. de choses ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;
2 soupçonneux, méfiant : τινος qui redoute qch ; πρός τινα soupçonneux ou défiant à l’égard de qqn ; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί EUR n’entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; adv. • ὕποπτον LUC avec méfiance.
Étymologie: ὑπόψομαι de ὑφοράω.

Greek Monotonic

ὕποπτος: -ον (ὑπόψομαι),
I. 1. αυτόν που βλέπει κάποιος κάτω από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με καχυποψία ή φθόνο, Λατ. suspectus, σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., ὕποπτος αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, τάδ' ἦν ὕποπτα, σε Ευρ.· ὕποπτον καθεστήκει, ήταν θέμα φθόνου, σε Θουκ.
3. επίρρ., ὑπόπτως διακεῖσθαι ή ἔχειν, βρίσκομαι, τελώ υπό αμφισβήτηση, αμφιβολία, υποψία, στον ίδ., Ξεν.
II. Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται κάτι, με γεν., σε Ευρ.· τὸ ὕποπτον, υποψία, ζήλια, σε Θουκ.· τῷ ὑπόπτῳ μου, από υποψία για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με καχυποψία, στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν πρός τινα, σε Δημ.