φιλομουσία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[φιλόμουσος]]<br />η [[αγάπη]] για τις Καλές Τέχνες και, [[ιδίως]], για τη [[μουσική]].
|mltxt=η, ΝΑ [[φιλόμουσος]]<br />η [[αγάπη]] για τις Καλές Τέχνες και, [[ιδίως]], για τη [[μουσική]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλομουσία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τις Μούσες, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομουσία Medium diacritics: φιλομουσία Low diacritics: φιλομουσία Capitals: ΦΙΛΟΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: philomousía Transliteration B: philomousia Transliteration C: filomousia Beta Code: filomousi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of music or of the Muses, Agatharch.7, Str.14.2.21, Plu.2.238b, Luc.DMar.8.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, Musenliebe, Liebe zu den schönen, den Musenkünsten, Luc. D. Mer. 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομουσία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς Μούσας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 283Β, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 8, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour des Muses, càd des lettres, des arts.
Étymologie: φιλόμουσος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φιλόμουσος
η αγάπη για τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, για τη μουσική.

Greek Monotonic

φῐλομουσία: ἡ, αγάπη για τις Μούσες, σε Λουκ.