δροσώδης: Difference between revisions
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δροσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[δροσερός]], [[υγρός]], νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ. | |lsmtext='''δροσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[δροσερός]], [[υγρός]], νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δροσώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий на росу ([[ὕδατος]] [[νοτίς]] Eur.; [[ἱδρώς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> свежий, нежный ([[μέτωπον]] Anacr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A dewy, moist, κύπειρος Pherecr.109; λιβάς Antiph. 52.13; κρεάδια Alex.124.12; ἱδρώς Plu.2.695c; δ. ὕδατος νοτίς a spring of fresh water, E.Ba.705.
German (Pape)
[Seite 668] ες, = δροσοειδής; κύπειρος Phereer. bei Ath. XV, 685 a; μέτωπον Anacr. 16, 9; in Prosa öfter, = δροσερός, z. B. Plut. Qu. nat. 5.
Greek (Liddell-Scott)
δροσώδης: -ες, ὅμοιος δρόσῳ, δροσερός, ὑγρός, Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος νοτίς, πηγή, Εὐρ. Βάκχ. 704.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à de la rosée.
Étymologie: δρόσος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [plu. ac. δροσώδεας Gr.Naz.M.37.1492]
I 1cubierto de rocío κύπειρος Pherecr.114.2, πέτραι Gal.12.57, ταρσός ... ὀρνίθων Babr.124.18, fig. de un guiso de carne jugosa τὰ κρεᾴδια ... ἔγχυλα ... καὶ δροσώδη Alex.129.12.
2 en forma de rocío, consistente en rocío τὸ δροσῶδες ὑγρόν Plu.2.913e, ἀτμὶς ἀναχεῖται τῷ περιέχοντι δ. op. νεφελώδης, ὁμιχλώδης, ὀρφνώδης Adam.Vent.33.13, ψεκάδες Gr.Nyss.Hom.in Cant.326.10
•como rocío, que forma gotas ἱδρώς Plu.2.695c.
3 fresco, cristalino δ. ὕδατος ... νοτίς E.Ba.705
•cristalino, consistente en agua λιβάς Antiph.55.13.
II fig.
1 refrescante γίνεται ἡμῖν ... δ. ὁ βίος διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς σκιαδείων Gr.Nyss.Hom.in Cant.53.2.
2 tierno, joven ἁπαλὸν ... καὶ δροσῶδες ... μέτωπον Anacreont.17.9
•subst. ὁ δ. niño, niña θρέψας ἐν θαλάμοισι δροσώδεας criando en la casa a las niñas Gr.Naz.l.c.
Greek Monolingual
-ες (Α δροσώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με δροσιά, δροσερός, υγρός.
Greek Monotonic
δροσώδης: -ες (εἶδος), δροσερός, υγρός, νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δροσώδης: 1) похожий на росу (ὕδατος νοτίς Eur.; ἱδρώς Plut.);
2) свежий, нежный (μέτωπον Anacr.).