περιέλκω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιέλκω:''' αόρ. αʹ <i>περιείλκῠσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σύρω]] γύρω-γύρω, [[σύρω]] εδώ κι [[εκεί]]· σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περισπώ]], [[αποσπώ]] από το προκείμενο, κύκλῳ [[περιέλκω]] τινά, Λατ. [[huc]] [[illuc]] ducere, σε Πλάτ. — Παθ., στον ίδ. | |lsmtext='''περιέλκω:''' αόρ. αʹ <i>περιείλκῠσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σύρω]] γύρω-γύρω, [[σύρω]] εδώ κι [[εκεί]]· σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περισπώ]], [[αποσπώ]] από το προκείμενο, κύκλῳ [[περιέλκω]] τινά, Λατ. [[huc]] [[illuc]] ducere, σε Πλάτ. — Παθ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιέλκω:''' (fut. περιέλξω, aor. περιεῖλξα) тянуть в разные стороны (τινὰ ὡς [[ἀνδράποδον]] Arst.): π. τινά Xen. или [[κύκλῳ]] π. τινά Plat. водить кого-л. вокруг да около, т. е. надувать. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. aor. περιείλκῠσα, later
A -εῖλξα Philostr.Her.19.8 :—drag round, drag about, X.An.7.6.10 ; π. τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arist.EN1145b24; π. [τὸν Ἕκτορα] τῷ τείχει Philostr. l.c. :—Pass., Hp.Fract.13, Art. 3, Pl.Prt.352c, Arist.EN1147b16. 2 metaph., π. τοὔνομα drag one's good name in the mire, Jul.Or.7.214d. 3 divert, distract, κύκλῳ π. τινά Pl.Chrm.174b ; π. διάνοιαν ἐπί τι Gal.6.851 :—Pass., ἀπό τινος εἴς τι Longin.15.11.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕλκω), herumziehen; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ, Plat. Charm. 174 b; u. pass., Prot. 352 c; herumschleppen, δόντα δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε, Xen. An. 7, 6, 10; Sp., wie Luc. Dem. enc. 18 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλκω: Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε ἕλκω): ― σύρω πέριξ, σύρω τῇδε κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς ἀνδράποδον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) περισύρω κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. διάνοια ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11.
French (Bailly abrégé)
f. περιέλξω, ao. περιεῖλξα, etc.
tirer autour ou en tous sens.
Étymologie: περί, ἕλκω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.)
2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.)
μσν.
μεταστρέφω
αρχ.
1. παρατραβώ, επιμηκύνω
2. ανατρέπω επιχείρημα
3. φρ. «περιέλκειν τοὔνομα» — διασύρω το όνομα, την υπόληψη κάποιου.
Greek Monotonic
περιέλκω: αόρ. αʹ περιείλκῠσα·
1. σύρω γύρω-γύρω, σύρω εδώ κι εκεί· σε Ξεν.
2. περισπώ, αποσπώ από το προκείμενο, κύκλῳ περιέλκω τινά, Λατ. huc illuc ducere, σε Πλάτ. — Παθ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιέλκω: (fut. περιέλξω, aor. περιεῖλξα) тянуть в разные стороны (τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arst.): π. τινά Xen. или κύκλῳ π. τινά Plat. водить кого-л. вокруг да около, т. е. надувать.