ἀντιπίπτω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], [[στέκομαι]] [[έναντι]], [[αντιστέκομαι]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀντιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], [[στέκομαι]] [[έναντι]], [[αντιστέκομαι]], <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπίπτω:''' (fut. ἀντιπεσοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> наталкиваться (на препятствие) (τὰ φερόμενα [[ὅταν]] ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> служить препятствием, противиться (τινί Polyb.): τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. если судьба сложится неблагоприятно; τὸ ἀντιπῖπτον Arst. препятствие; μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A collide, Arist.Pr.915b18; fall upon, ταῖς σπείραις Plb.3.19.5. 2 resist, ἀντιπῖπτον resisting body, Arist.Pr.961b3; ἀ. τινί Act.Ap.7.51; μηδὲν ἀντιπεσόντα without demur, UPZ36.21 (ii B.C.); τῆς φράσεως οὐκ -ούσης A.D.Adv.123.5; εἰ μηδὲν -πίπτει POxy.1473.20 (iii A. D.), cf. Aët.16.73; ἀντιπῖπτον an objection, Phlp.in Mete.58.3; ἡ τοῦ ἀντιπίπτοντος λύσις Aps.p.238H. 3 of circumstances, to be adverse, τινί Plb.16.2.1, etc.: abs., τῆς τύχης -ούσης ib.28.2; of contrary winds, 4.44.9; tell against, conflict with (fact or theory), Phld.Sign.8, al. II to fall in a contrary direction, αἱ σκιαί Str. 2.1.19.
German (Pape)
[Seite 258] (s. πίπτω), entgegenfallen, Arist. probl. 16, 13; dah. widerstreiten, widersprechen, Plut. Thes. 28 u. öfter. Bes. häufig bei Pol., z. B. von widrigem Winde, 4, 44; ὁ νόμος ἀντιπίπτει τούτῳ 25, 9; πρός τι 22, 5; absol., ungünstig ausfallen (anders, secus), 10, 37 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐναντίον τινός, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 13, 1., 26. 4· ― συναντῶ ἐχθρόν, τινὶ ἢ πρός τινα Πολύβ. 3. 19, 5., 4. 44, 9. 2) ἀνθίσταμαι, ἀντιπῖπτον, ἀνθιστάμενον, Ἀριστ. Πρόβλ. 32. 13· ἀντ. τινὶ Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51. 3) ἐπὶ περιστάσεων, εἶμαι ἐναντίος, τινὶ Πολύβ. 16. 2, 1, κτλ.: ἀπολ., ὁ αὐτ. 16. 28, 2. ΙΙ. πίπτω εἰς ἐναντίαν διεύθυνσιν, αἱ σκιαὶ Στράβ. 76.
French (Bailly abrégé)
tomber sur;
fig. réfuter, contredire.
Étymologie: ἀντί, πίπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀντέπεσα Plb.3.19.5]
I 1de objetos físicos chocar c. πρός y ac., del aire interior del cuerpo humano contra los órganos Hp.VM 22
•abs. encontrar un obstáculo Arist.Pr.915b18
•de ahí part. subst. τὸ ἀντιπίπτον obstáculo πρὸς ἀ. γὰρ ἡ πληγὴ γίνεται Arist.Pr.961b3
•c. dat. encajar δύο ἀγκωνίσκους τῷ στύλῳ τῷ ἑνὶ ἀντιπίπτοντας ἕτερον τῷ ἑτέρῳ LXX Ex.26.17, cf. 26.5, Cosm.Ind.Top.M.5.23.
2 de pers. hacer frente, resistir c. inf. ἐν τῷ ἀντιπίπτειν τὴν συναγωγὴν ἁγιάσαι με al resistirse la muchedumbre a santificar mi nombre LXX Nu.27.14, cf. μηδὲν ἀντιπεσόντα sin resistencia u oposición, UPZ 34.12 (II a.C.), 36.21
•abs. oponerse Plu.2.929e
•c. dat. de pers. enfrentarse a, contradecir τοῖς τραγικοῖς Plu.Thes.28, cf. Phld.Sign.8.2
•en cont. milit. atacar, caer sobre el enemigo οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ... ἀντέπεσαν ταῖς σπείραις καταπληκτικῶς Plb.l.c.
•tb. comportarse inconvenientemente con ἐπειδὴ ἐνόμισεν ἕτερον αὐτῇ ἀντιπίπτειν Chrys.M.59.180.
3 de sucesos, circunstancias, etc. ser adverso, oponerse c. dat. τῶν μὲν κατὰ τὴν πολιορκίαν ἀντιπιπτόντων αὐτῷ Plb.16.2.1, cf. 21.22.6, 30.7.3, 32.11.9, abs. ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τύχης Plb.2.49.8, εἰ μηδὲν ἀντιπίπτει POxy.1473.20 (III d.C.), cf. Callisth.Olynth.2, Plb.10.37.5, 16.28.2, Aët.16.73, tb. de los vientos, Plb.4.44.9
•part. subst. τὸ ἀντιπίπτον la objeción ἡ τοῦ ἀντιπίπτοντος λύσις Aps.p.238, cf. Phlp.in Mete.58.3.
4 gram. oponerse a la regla, ser irregular τῆς φράσεως ... οὐκ ἀντιπιπτούσης A.D.Adu.123.5, cf. An.Ox.3.250.
II abs. caer en dirección contraria αἱ σκιαί Str.2.1.19.
English (Strong)
from ἀντί and πίπτω (including its alternate); to oppose: resist.
English (Thayer)
a. to fall upon, run against (from Aristotle, down);
b. to be adverse, oppose, strive against: τίνι, Complutensian edition; Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
ἀντιπίπτω (AM)
επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι
μσν.
προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς
αρχ.
1. πέφτω μέσα σε κάτι
2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω
3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση
4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής
5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῑπτον
α) η αντίρρηση
β) το εμπόδιο.
Greek Monotonic
ἀντιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, στέκομαι έναντι, αντιστέκομαι, τινί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπίπτω: (fut. ἀντιπεσοῦμαι)
1) наталкиваться (на препятствие) (τὰ φερόμενα ὅταν ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.);
2) служить препятствием, противиться (τινί Polyb.): τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. если судьба сложится неблагоприятно; τὸ ἀντιπῖπτον Arst. препятствие; μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками.