βορά: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βορά:''' ἡ (βλ. [[βιβρώσκω]]), [[τροφή]], [[βοσκή]], [[κρέας]], κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό [[φαγητό]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''βορά:''' ἡ (βλ. [[βιβρώσκω]]), [[τροφή]], [[βοσκή]], [[κρέας]], κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό [[φαγητό]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βορά:''' ἡ [[βιβρώσκω]] пища, еда, корм Pind., Trag., Her., Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορά Medium diacritics: βορά Low diacritics: βορά Capitals: ΒΟΡΑ
Transliteration A: borá Transliteration B: bora Transliteration C: vora Beta Code: bora/

English (LSJ)

ἡ,

   A food, prop. of carnivorous beasts, ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν A.Pr.583 (lyr.), cf. Ch.530; θηρσὶν ἄθλιον β. E.Ph.1603, cf.S.Ant.30; κυνὸς β. Ar.Eq.416; ὁ λέων . . [χαίρει] ὅτι β. ἕξει Arist.EN1118a23; of cannibal feasts, Hdt.1.119; κρεῶν . . οἰκείας βορᾶς of their own flesh served as food, of the children of Thyestes, A.Ag.1220, cf. 1597; βορᾶς τοῦ . . Οἰδίπου γόνου food torn from the body of the son of Oedipus, S.Ant.1017, cf. 1040; βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; E.Cyc.127; οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς β. τὸ χρηστὸν εἶναι in gluttony, Id.Supp.865: less freq. of simple food, Pi.Fr.124.5, A.Pers.490, S.Ph.274, etc. (βορρά is prob. f.l. for φορβά in AP3.14.) (Cf. βιβρώσκω: g[uglide]er[schwa]-, cf. Skt. -gara- in compds. (cf. δημο-βόρος, Lat. carni-vorus) 'devouring', giráti 'swallow', Lat. vorare, Lith. gérti 'drink', etc.)

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, Fraß, Speise, Pind. frg. 94; Aesch. Prom. 583; Ar. Equ. 514; Her. 1, 119 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βορά: ἡ, (ἴδε βιβρώσκω) τροφή, κυρίως ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων, ποντίοις δάκεσι δὸς βορὰν Αἰσχύλ. Προμη. 583. πρβλ. Χο. 530· θηρσὶν ἄθλιον β. Εὐρ. Φοιν. 1603, Σοφ. Ἀντ. 30· κυνὸς β. Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· ὁ λέων… [χαίρει], ὅτι βορὰν ἔξει Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 7· ἔπειτα ἐπὶ εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων κρεῶν ἀνθρωπίνων), Ἡρόδ. 1. 119· κρεῶν… οἰκίας βορᾶς, ἐκ τῆς ἰδίας των σαρκός, ἥτις ὡς τροφὴ παρετέθη εἰς αὐτοὺς (δηλ. τῶν τέκνων τοῦ Θυέστου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, πρβλ. 1597· βορᾶς τοῦ… Οἰδίπου γόνου, τροφὴ ἀποκοπεῖσα ἐκ τοῦ σώματος τοῦ υἱοῦ τοῦ Οἰδίπου, Σοφ. Ἀντ. 1017, πρβλ. 1040· βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ, τρεφόμενοι ἐκ τῶν πτωμάτων τῶν φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Κύκλ. 127, πρβλ. 249, 367· οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς βορᾷ τὸ χρηστὸν εἶναι, ἐν τῇ λαιμαργίᾳ, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 865· ―σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς, Πίνδ. Ἀποσπ. 94, Αἰσχύλ. Πέρσ. 490, Σοφ. Φ. 274, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 pâture pour les animaux;
2 nourriture de ceux qui se nourrissent de chair humaine;
3 nourriture en gén.
Étymologie: R. Βορ, avaler ; v. βιβρώσκω = lat. voro, vorax, etc.

English (Slater)

βορά
   1 food δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν fr. 124c.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ

• Alolema(s): jón. -ή Hdt.1.119, 2.65, Nonn.Par.Eu.Io.21.4; βορρά AP 3.14
1 cebo, pasto, carnaza de anim. carnívoros, c. dat. ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν A.Pr.583, οἰωνοῖς S.Ant.30, θηρσίν E.Ph.1603, LXX 3Ma.6.7, cf. Hdt.2.65, LXX Ib.38.39
c. gen. subj. κυνός Ar.Eq.416, θηρίων I.BI 4.324, ἰχθύων Longus 2.27.3
abs. A.Ch.530, cf. Fr.372, S.Ant.1040, Arist.EN 1118a23, D.P.Au.2.2
del fuego, considerado por los egipcios como θηρίον Hdt.3.16
c. gen. obj. β. ... τοῦ ... Οἰδίπου γόνου pasto (para las aves) del hijo de Edipo S.Ant.1017, οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν a los que dio como comida el devorar a otros animales Pl.Prt.321b, cf. Moschio Trag.6.17, Philostr.VA 1.32, εἰς ἀλλήλων βοράν Vett.Val.330.27
de la comida antropofágica κρεῶν ... οἰκείας βορᾶς del banquete de Tiestes, A.A.1220, cf. 1597, de Tántalo, E.IT 388, esp. del Cíclope, E.Cyc.127, 249, cf. Hdt.1.119, σχέτλι' ἔργα βορᾶς Emp.B 139.2
como falsa etim. de Βριάρεως Corn.ND 17.
2 alimento, comida ἄφθονον βοράν Pi.Fr.124c, cf. A.Pers.490, S.Ph.274, OT 1463, οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς βορᾷ τὸ χρηστὸν εἶναι E.Supp.865, ἄψυχος β. de comida vegetariana, E.Hipp.952, cf. IT 973, Nonn.l.c.

• Etimología: De la r. *gerH3- ‘tragar’ y rel. c. ai. gárgara ‘barranco’, lat. uorō, aaa. querdar ‘cebo’. Cf. βιβρώσκω c. otro grado voc.

Greek Monolingual

η (AM βορά)
η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
1. οποιαδήποτε τροφή
2. φρ. «γαστρὸς βορά» — λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα gwer- «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πρβλ. και λ. βιβρώσκω). Η ρίζα gwer- απαντά στα αρμ. (αόρ.) e-ker «αυτός έφαγε», λιθ. geriu, gerti «πίνω», η δε ετεροιωμένη βαθμίδα της στα λατ. voro «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πιθ. < ουσ. vorā= βορά, αν δεν πρόκειται για δευτερογενή θαμιστικό σχηματισμό) και αρχ. ινδ. (παρακμ.) jagāra. Στην Αρχαία σχηματίστηκαν αρκετά σύνθετα σε -βορος (πρβλ. αιμοβόρος, διαβόρος, κρεοβόρος, κουροβόρος, πολυβόρος κ.ά.). Τα σύνθετα δημοβόρος (το β' συνθετικό του οποίου ταυτίζεται με το αντίστοιχο την αρχ. ινδ. aja-gara «αυτός που καταβροχθίζει κατσίκες» και αβεστ. aspō-gara «αυτός που καταβροχθίζει άλογα») και θυμοβόρος αποτελούν ποιητικούς (Όμηρος) εκφραστικούς τύπους προγενέστερους της λ. βορά. Τέλος το λατ. carnivorus «σαρκοβόρος» (Πλίν.) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό κατά το πρότυπο των ελληνικών συνθέτων σε -βορος].

Greek Monotonic

βορά: ἡ (βλ. βιβρώσκω), τροφή, βοσκή, κρέας, κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό φαγητό, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βορά:βιβρώσκω пища, еда, корм Pind., Trag., Her., Arph., Plut.