Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῦχος:''' v. l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦχος Medium diacritics: τρῦχος Low diacritics: τρύχος Capitals: ΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: trŷchos Transliteration B: trychos Transliteration C: trychos Beta Code: tru=xos

English (LSJ)

εος, τό,

   A worn out, tattered garment, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777; τρύχει πέπλων E.El.501, cf. Thphr.HP3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418.    II rent, δι' ἱματίων . . οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦχος: -εος, τό, ἱμάτιον τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, ῥάκος, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, αὐτόθι 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. σχίσμα, ῥῆγμα, δι’ ἱματίων... οἷον τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι πανταχοῦ ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ τρύχω].

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 haillon, loque;
2 τὰ τρύχη vêtement de deuil.
Étymologie: τρύχω.

Greek Monolingual

και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ-ος)].

Greek Monotonic

τρῦχος: -εος, τό (τρύω), φθαρμένο ιμάτιο, ράκος, παλιό ρούχο, σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῦχος: v. l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.