προπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προπάσχω:''' (aor. 2 προέπαθον, pf. προπέπονθα)<br /><b class="num">1)</b> раньше терпеть Soph., Plat.: καλὸν ὦν προπεπονθότας [[ἡμέας]] τιμωρέειν [[ἤδη]] γίνεται Her. справедливо, чтобы мы уже отплатили за те обиды, которые мы ранее претерпели (от эллинов);<br /><b class="num">2)</b> ранее испытывать (ἀγαθόν Xen.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπάσχω Medium diacritics: προπάσχω Low diacritics: προπάσχω Capitals: ΠΡΟΠΑΣΧΩ
Transliteration A: propáschō Transliteration B: propaschō Transliteration C: propascho Beta Code: propa/sxw

English (LSJ)

   A suffer first or beforehand, Hdt.7.11, Th.3.82, etc.; τι S.OC230 (lyr.), Antipho 2.1.5, Pl.R.376a; to be ill-treated before, ὑφ' ἡμῶν Th.3.67; π. οὐδὲν ἀγαθόν X.Mem.2.2.5: generally, to be previously affected or modified, Plu.2.725a, Plot.4.5.2.

German (Pape)

[Seite 739] (s. πάσχω), vor, vorher, voraus leiden; Soph. O. C. 229; Her. 7. 11; ὑπό τινος, Thuc. 3, 67. 82; οὐδὲν κακὸν προπεπονθώς, Plat. Rep. II, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

προπάσχω: πάσχω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προέπαθον, pf. προπέπονθα;
1 souffrir auparavant ou le premier, acc. : προπάσχειν ὑπό τινος être maltraité auparavant par qqn;
2 en b. part éprouver le premier ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, πάσχω.

English (Strong)

from πρό and πάσχω; to undergo hardship previously: suffer before.

English (Thayer)

(προπάτωρ) προπατορος, ὁ (πατήρ), a forefather, founder of a family or nation: L T Tr WH. (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Plato, Dio Cassius, 44,37; Lucian, others; Plutarch, consol. ad Apoll. c 10; Josephus, Antiquities 4,2, 4; b. j. 5,9, 4; Ev. Nicod. 21. 24. 25f; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

Α
1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ.
β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», Θουκ.)
2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)
3. είμαι από πρὶν φτειαγμένος...

Greek Monotonic

προπάσχω: υποφέρω πρώτος ή από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· υφίσταμαι άσχημη μεταχείριση από πριν, ὑπό τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν προπάσχω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προπάσχω: (aor. 2 προέπαθον, pf. προπέπονθα)
1) раньше терпеть Soph., Plat.: καλὸν ὦν προπεπονθότας ἡμέας τιμωρέειν ἤδη γίνεται Her. справедливо, чтобы мы уже отплатили за те обиды, которые мы ранее претерпели (от эллинов);
2) ранее испытывать (ἀγαθόν Xen.).