Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰωνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνοπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με τα [[σημεία]] που παρέχουν το [[πέταγμα]] και οι κραυγές των πουλιών, [[μάντης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''οἰωνοπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με τα [[σημεία]] που παρέχουν το [[πέταγμα]] και οι κραυγές των πουλιών, [[μάντης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοπόλος:''' ὁ птицегадатель Hom., Aesch., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοπόλος Medium diacritics: οἰωνοπόλος Low diacritics: οιωνοπόλος Capitals: ΟΙΩΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oiōnopólos Transliteration B: oiōnopolos Transliteration C: oionopolos Beta Code: oi)wnopo/los

English (LSJ)

ὁ,

   A one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il.1.69,6.76, A.Supp.57(lyr.) ;=Lat. augur, D.H.2.64,3.69 : as Adj., -πόλον γέρας Pi.Pae.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοπόλος: ὁ, (πέλω, πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, μάντις, ὡς οἰωνιστής, οἰωνόμαντις, Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prédit l’avenir d’après le vol ou le cri des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, πέλω.

English (Autenrieth)

(πολέω): versed in omens drawn from birds, seer, pl., Il. 1.69 and Il. 6.76.

English (Slater)

οἰωνοπόλος
   1 of bird augury ὅ γε Μέλαμπος θέμενος οἰωνοπόλον γέρας (cf. Apoll., Bibl. 1. 9. 11, ὁ δὲ (sc. Μελάμπους) — τῶν ὑπερπετομένων ὀρνέων τὰς φωνὰς συνίει, καὶ παρ' ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖς ἀνθρώποις τὰ μέλλοντα) (Pae. 4.30)

Greek Monolingual

οἰωνοπόλος, ὁ (Α)
οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος, θεσμο-πόλος.

Greek Monotonic

οἰωνοπόλος: ὁ (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα σημεία που παρέχουν το πέταγμα και οι κραυγές των πουλιών, μάντης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοπόλος: ὁ птицегадатель Hom., Aesch., Plut.