προϊάλλω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προϊάλλω:''' μόνο σε παρατ., [[στέλνω]] από [[πριν]], [[πέμπω]] προς τα [[μπρος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''προϊάλλω:''' μόνο σε παρατ., [[στέλνω]] από [[πριν]], [[πέμπω]] προς τα [[μπρος]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προϊάλλω:''' (только impf.)<br /><b class="num">1)</b> высылать, посылать (Ἔριδα ἐπὶ [[νῆας]] Ἀχαιῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (с)пускать (ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> ниспосылать (τὴν [[χάριν]] καμάτοισιν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ],
A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.
German (Pape)
[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.
Greek (Liddell-Scott)
προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»].
Greek Monotonic
προϊάλλω: μόνο σε παρατ., στέλνω από πριν, πέμπω προς τα μπρος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
προϊάλλω: (только impf.)
1) высылать, посылать (Ἔριδα ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν Hom.);
2) (с)пускать (ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theocr.);
3) ниспосылать (τὴν χάριν καμάτοισιν Anth.).