ῥωχμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥωχμός:''' -οῦ, ὁ ([[ῥώξ]]), [[ρήγμα]], [[σχισμάδα]]· <i>ῥωχμὸς γαίης</i>, [[τάφρος]], [[χαντάκι]] δημιουργημένο από ραγδαία, καταρρακτώδη [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥωχμός:''' -οῦ, ὁ ([[ῥώξ]]), [[ρήγμα]], [[σχισμάδα]]· <i>ῥωχμὸς γαίης</i>, [[τάφρος]], [[χαντάκι]] δημιουργημένο από ραγδαία, καταρρακτώδη [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωχμός:''' ὁ трещина, расселина (γαίης Hom.; τῆς πέτρας Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωχμός Medium diacritics: ῥωχμός Low diacritics: ρωχμός Capitals: ΡΩΧΜΟΣ
Transliteration A: rhōchmós Transliteration B: rhōchmos Transliteration C: rochmos Beta Code: r(wxmo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ῥώξ A)

   A cleft, ῥ. ἔην γαίης a runnel or gutter scooped out by heavy rains, Il.23.420, cf. A.R.4.1545, Bion Fr.1, Opp.C.3.323; τῆς πέτρας Plu. Crass.4; οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥ. Str.8.5.7.
ῥωχ-μός (B), ὁ,

   A wkeezing, Aret.SD1.11 (written ῥωγμός), Aët.6.3 (written ῥοχμός); gloss on ῥέγχος, Erot.; written ῥογμός in Cael.Aur.CP2.27; ῥογχός, ib. 10.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ, 1) der Riß, Ritz, Spalt; γαίης, ein durch Regengüsse entstandener Erdspalt, Il. 23, 420; πέτρας, Plut. Crass. 4; übertr., die Runzel, Marc. Sid. 79. – 2) bei den Aerzten = ῥόγχος, von ῥέγχω, auch ῥωγμός geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωχμός: -οῦ, ὁ, (ῥὼξ) ὡς τὸ ῥῆγμα, «σχισμάδα», ῥωχμὸς ἔην γαίης, σχίσμα γῆς προξενηθὲν ἐκ ῥαγδαίας βροχῆς, «τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὀμβρίου ὕδατος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 420 πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 323· τῆς πέτρας Πλουτ. Κράσσ. 4· οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥωγμοὶ Στράβ. 567· πρβλ. ῥωγμή.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

(ῥώξ): place gullied out, hollow, Il. 23.420†.

Greek Monolingual

(I)
και ῥωγμός, ὁ, Α
ρήγμα, σχισμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥωκ-σμός, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].———————— (II)
και ῥοχμός και ῥωγμός και ῥογμός, ὁ, Α
1. θορυβώδης αναπνοή, ροχάλισμα
2. το ρέψιμο («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώχω. Ο τ. ῥωχμός εμφανίζει και παρλλ. τύπους ῥωγμός και ῥοχμός και ῥογμός, που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (βλ. λ. ρέγχω)].

Greek Monotonic

ῥωχμός: -οῦ, ὁ (ῥώξ), ρήγμα, σχισμάδα· ῥωχμὸς γαίης, τάφρος, χαντάκι δημιουργημένο από ραγδαία, καταρρακτώδη βροχή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωχμός: ὁ трещина, расселина (γαίης Hom.; τῆς πέτρας Plut.).