ἀποπνοή: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπνοή]], η (Α) [[αποπνέω]]<br /><b>1.</b> [[ανάδοση]] οσμής, [[αναθυμίαση]]<br /><b>2.</b> [[αύρα]] που πνέει από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> [[ξεψύχισμα]], [[θάνατος]].
|mltxt=[[ἀποπνοή]], η (Α) [[αποπνέω]]<br /><b>1.</b> [[ανάδοση]] οσμής, [[αναθυμίαση]]<br /><b>2.</b> [[αύρα]] που πνέει από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> [[ξεψύχισμα]], [[θάνατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπνοή:''' ἡ<b class="num">1)</b> выдыхание Arst.;<br /><b class="num">2)</b> ветер, дуновение Arst.;<br /><b class="num">3)</b> кончина, смерть (Diog. L. - v. l. к [[ἀναπνοή]]).
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπνοή Medium diacritics: ἀποπνοή Low diacritics: αποπνοή Capitals: ΑΠΟΠΝΟΗ
Transliteration A: apopnoḗ Transliteration B: apopnoē Transliteration C: apopnoi Beta Code: a)popnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A exhalation, evaporation, Arist.Pr.863a7, Thphr.HP 9.7.2, al.    II breeze blowing from a place, Arist.Pr.943b12.    III death, D.L.4.21 (prob. for ἀναπνοῆς).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Ausathmen, Aushauchen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπνοή: ἡ, ἐκπνοή, ἀναθυμίασις, ἐξάτμισις, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 30, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 2, κ, ἀλλ.˙ οὕτως, ἀπόπνοια Ἱππ. 7. 54. ΙΙ. αὔρα πνέουσα ἔκ τινος τόπου, Ἀριστ. Πρβλ. 26. 30, 2. ΙΙΙ. θάνατος, Διογ. Λ. 4. 21 (κατὰ Μαδβ. ἀντὶ ἀναπνοή).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 exhalación, vaho ἢ διὰ τὸ χυτικὸν εἶναι κἂν ἱδρῶτα ποιοῖ καὶ ἀποπνοήν; Arist.Pr.863a7.
2 brisa, soplo de viento, aireαὔρα καὶ ἀ. Arist.Pr.943b12, ἐν τῇ Ἀραβίῃ τὴν ἀποπνοὴν εἶναί φασι τὴν ἀπὸ τῆς χώρας εὔοσμον Thphr.HP 9.7.2
olor, rastro de olor λέγουσι καὶ τοὺς ἵππους τὴν ἀποπνοὴν τὴν ἐκ τῶν ἀνθρώπων φεύγοντας ... φέρεσθαι Ael.NA 15.25.

Greek Monolingual

ἀποπνοή, η (Α) αποπνέω
1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση
2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο
3. ξεψύχισμα, θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπνοή:1) выдыхание Arst.;
2) ветер, дуновение Arst.;
3) кончина, смерть (Diog. L. - v. l. к ἀναπνοή).