ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχῠρός:''' -ά, -όν ([[ἔχω]]) όπως το [[ἐχυρός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ανθεκτικός]], [[ισχυρός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[ισχυρός]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] για τόπους από στρατιωτική [[άποψη]] ή για στρατηγικές θέσεις, [[ισχυρός]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀχῠρός:''' -ά, -όν ([[ἔχω]]) όπως το [[ἐχυρός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ανθεκτικός]], [[ισχυρός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[ισχυρός]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] για τόπους από στρατιωτική [[άποψη]] ή για στρατηγικές θέσεις, [[ισχυρός]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχυρός:''' [[ἔχω]]<br /><b class="num">1)</b> крепкий, прочный ([[ξύλον]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> сильный, неодолимый ([[ζεῦγος]] Ἀτρειδῶν Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; [[ὄρος]] Xen.; [[πόλις]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρός Medium diacritics: ὀχυρός Low diacritics: οχυρός Capitals: ΟΧΥΡΟΣ
Transliteration A: ochyrós Transliteration B: ochyros Transliteration C: ochyros Beta Code: o)xuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,

   A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q. v.).    2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].

Greek Monotonic

ὀχῠρός: -ά, -όν (ἔχω) όπως το ἐχυρός·
I. 1. σταθερός, ανθεκτικός, ισχυρός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για τόπο, ισχυρός, ασφαλής, σε Ευρ.· ιδίως για τόπους από στρατιωτική άποψη ή για στρατηγικές θέσεις, ισχυρός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, απόκρημνος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ρῶς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχυρός: ἔχω
1) крепкий, прочный (ξύλον Hes.);
2) сильный, неодолимый (ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.);
3) неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.).