ἁρμοῖ: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]). | |lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμοῖ:''' v. l. ἀρμοῖ adv. только что, как раз, совсем недавно Aesch., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A just, lately, A.Pr.615, Theoc.4.51, Lyc.106, Call.Fr. 44; at once, Hp.Mul.1.36. 2 just, a little, ib.4, Steril.213. 3 tightly, Id.Cord.12.—Written ἁρμῷ Pi.Fr.10, Pherecr.111, Hp.Cord. l.c., cf. EM144.49. (Old locative of ἁρμός.)
German (Pape)
[Seite 356] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοῖ: ἐπίρρ. ἄρτι, ἀρτίως, νεωστί, πρὸ ὀλίγου, «τώρα», ἁρμοῖ πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) ἡσυχῇ, μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται ἁρμῷ ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ λέξις εἶναι Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει περί τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. (εἶναι δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
sur-le-champ, tout à l’heure.
Étymologie: ἁρμός.
English (Slater)
ἁρμοῑ (fort. ἁρμῷ scribendum)
1 at once, just now ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται (Schneidewin: ἁρμῶ codd. Eustathii: unde scrips. ἁρμῷ edd. vulg.: τὸ ἁρμῶ ἤγουν ἄρτι, ὃ παρ' ἑτέροις ἁρμοῖ λέγεται. Eustath., proem. Pind., 21) fr. 10.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁρμῷ Hp.Cord.12, Pherecr.115
adv.
1 hace poco, recientemente ἁ. πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους A.Pr.615, ἁ. μ' ὧδ' ἐπάταξε Theoc.4.51, θύσαισιν ἁ. μηλάτων ἀπάργματα Lyc.106, ἁ. ... ἐπέτρεχε Call.Fr.274.1, cf. Pherecr.l.c.
•en seguida, de inmediato ἢν ἁ. μελεδαίνηται Hp.Mul.1.36.
2 un poco τοῦ στόματος τῶν μητρέων ... ἁ. μεμυκότος Hp.Mul.1.4, Steril.213.
3 ajustadamente, herméticamente del cierre de una válvula cardíaca, Hp.Cord.l.c. • DMic.: a-mo-i-je-to (?).
Greek Monolingual
ἁρμοῑ επίρρ. (Α)
1. πριν από λίγο, τώρα μόλις
2. ήσυχα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός με επιρρηματική χρήση].
Greek Monotonic
ἁρμοῖ: επίρρ. = ἄρτι, ἀρτίως, ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, πριν λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην πραγματικότητα, αρχ. δοτ. του ἁρμός· πρβλ. οἴκοι, πέδοι).
Russian (Dvoretsky)
ἁρμοῖ: v. l. ἀρμοῖ adv. только что, как раз, совсем недавно Aesch., Theocr.