πυός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῡός:''' ὁ, το πρώτο [[γάλα]] [[μετά]] τον τοκετό, το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου, Λατ. [[colostrum]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῡός:''' ὁ, το πρώτο [[γάλα]] [[μετά]] τον τοκετό, το πρώτο [[γάλα]] γυναίκας ή ζώου, Λατ. [[colostrum]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πῡός -οῦ, ὁ [~ πύον?] de eerste moedermelk, van mensen en dieren biest.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡός Medium diacritics: πυός Low diacritics: πυός Capitals: ΠΥΟΣ
Transliteration A: pyós Transliteration B: pyos Transliteration C: pyos Beta Code: puo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A first milk after the birth, whether of women or cattle (beestings), Cratin.142, Pherecr.108.19, Ar.V.710, Pax1150, Fr.318.5, Fr.16 D. [ῡ Ar., but πῠον Emp. (v. supr.); on the accent cf. Hdn. Gr.1.111.]

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, = πυρός, v. l. bei Hom. Od. 18, 368.

Greek (Liddell-Scott)

πῡός: ὁ, τὸ πρῶτον γάλα μετὰ τὸν τοκετόν, Λατ. colostrum, colostra, εἴτε γυναικῶν εἴτε ζῴων (τὸ τῶν γυναικῶν καλεῖται πρωτόγαλα ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ)· τὸ τῶν ἀμελγομένων ζῴων μεγάλως ἐτιμᾶτο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὡς τροφὴ περιζήτητος, Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ., Κρατῖν. ἐν «’Οδυσσεῦσιν» 4, κτλ.· πρβλ. πῦαρ, πυετία, πυτία, πυριάτη. [Ὁ Δράκων ἔγγραψε πῦος, ἀλλὰ πλημμελῶς, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 710, Εἰρ. 1150, Ἀποσπ. 302, 476· ἀλλ’ οὔτε ὁ τονισμὸς πύος εἶναι δυνατὸς ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι μακρόν, Ἀριστοφ. Σφ. 710, Ἀποσπ. 302].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. πῦος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα του ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ. ινδ. śara-«ξινή σάλτσα» και śaras- «κρούστα γάλακτος»). Παράλληλα με τον τ. πυός μαρτυρούνται με την ίδια σημ. και οι τ. πῦαρ (πρβλ. πῖαρ, ἔαρ) και πύας (που έχει προταθεί η διόρθωση του σε πῦαρ)].

Greek Monotonic

πῡός: ὁ, το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου, Λατ. colostrum, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῡός -οῦ, ὁ [~ πύον?] de eerste moedermelk, van mensen en dieren biest.