στοιβή: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στοιβή:''' ἡ ([[στείβω]]), θαμνώδες [[φυτό]] που χρησίμευε στο [[παραγέμισμα]] ή στην [[κατασκευή]] σαρώθρων· και μεταφ., «[[γέμισμα]]», «[[παραγέμισμα]]», [[παραπλήρωμα]], [[επιφώνημα]], [[φλυαρία]], [[μακρηγορία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στοιβή:''' ἡ ([[στείβω]]), θαμνώδες [[φυτό]] που χρησίμευε στο [[παραγέμισμα]] ή στην [[κατασκευή]] σαρώθρων· και μεταφ., «[[γέμισμα]]», «[[παραγέμισμα]]», [[παραπλήρωμα]], [[επιφώνημα]], [[φλυαρία]], [[μακρηγορία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στοιβή -ῆς, ἡ [~ στείβω] opvulling. Aristoph. Ran. 1178. plant stekelige pimpernel (pimpinella spinosa). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (στείβω)
A thorny burnet, Poterium spinosum, Hp. Mul.2.186, Thphr.HP6.1.3, LXXIs.55.13, Dsc.4.12; its branches were used to make brooms, τὴν στέγην ὀφέλλοντα . . πυθμένι στοιβῆς Hippon.51; also to pack wine-jars, Trypho ap.A.D.Conj.247.27. 2 cushion, pad, Arist.PA654b26. 3 padding, Eup.Fr.inc.132 M. (om. Kock, v. Fr.409 K.); καθάπερ σ. like stuffing, Gal.UP7.2,8, cf. 12.3: metaph., 'padding', an expletive, Ar.Ra.1178, cf. Phld.Rh.2.40 S. 4 foundation-course below stylobate, IG42(1).102.3, al. (Epid., iv B.C.), 5(2).33 (Tegea, iii B.C.). 5 heap of corn, LXX Ru. 3.7; sheaf, shock of corn, ib.Jd.15.5 cod. A (στυβ-).
German (Pape)
[Seite 945] ἡ, das Stopfen; bei Galen. eine Pflanze, deren Blätter man zum Ausfüllen, Verstopfen der Löcher, zum Stopfen der Kissen brauchte; sonst φέως, Theophr.; Plut. Thes. 8; auch als Besen gebraucht, τὴν στέγην ὀφέλλοντα πυθμένι στοιβῆς, Hipponax bei Schol. Lycophr. 1165; Ausfüllung, Arist. partt. an. 2, 9. – Uebertr., Flickwort, Füllwort, κἄν που δὶς εἴπω ταὐτὸν ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον, Ar. Ran. 1176. – [Στοίβη ist falsche Betonung, vgl. Arcad. p. 104, 14.]
Greek (Liddell-Scott)
στοιβή: ἡ, (στείβω) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ φέως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι αὐτοῦ ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· ὡσαύτως πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) προσκεφάλαιον, στρωμάτιον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, λέξις τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) καθόλου, σωρός, ὄγκος, λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
tout ce qui sert à bourrer, à boucher, particul. autre nom de la plante φέως, dont les feuilles servaient de bourre ou de bouchon ; fig. remplissage.
Étymologie: στείβω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ
σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα
2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου
3. αρχιτ. το τμήμα του κρηπιδώματος που βρίσκεται κάτω από τον στυλοβάτη
4. μτφ. παραγέμισμα («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῡσαν ἔξω τοῡ λόγου, κατάπτυσον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιβ- του ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω». Η σημ. της λ., ωστόσο, «γέμισμα στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (πρβλ. στιβάδα, στιβαρός, βλ. και λ. στείβω). Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].
Greek Monotonic
στοιβή: ἡ (στείβω), θαμνώδες φυτό που χρησίμευε στο παραγέμισμα ή στην κατασκευή σαρώθρων· και μεταφ., «γέμισμα», «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, επιφώνημα, φλυαρία, μακρηγορία, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοιβή -ῆς, ἡ [~ στείβω] opvulling. Aristoph. Ran. 1178. plant stekelige pimpernel (pimpinella spinosa).