Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκόλυμος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκόλῠμος:''' ὁ предполож. артишок (Scolymus [[maculatus]]) Hes., Arst.
|elrutext='''σκόλῠμος:''' ὁ предполож. артишок (Scolymus [[maculatus]]) Hes., Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=σκόλυμος -ου, ὁ eetbare plant, mogelijk gouddistel of artisjok.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόλῠμος Medium diacritics: σκόλυμος Low diacritics: σκόλυμος Capitals: ΣΚΟΛΥΜΟΣ
Transliteration A: skólymos Transliteration B: skolymos Transliteration C: skolymos Beta Code: sko/lumos

English (LSJ)

(ἡ Numen. ap. Ath.9.371c; σκόλυμον, τό, Zonar.),

   A golden thistle, Scolymus hispanicus, Hes.Op.582, Alc.39, Com.Adesp. in PTeb.693.21, Thphr.HP6.4.3, Arist.Pr.879a28.    2 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, eine eßbare Distelart, die im heißesten Sommer blüht, Hes. op. 584; wahrscheinlich eine Artischockenart, Theophr., Diosc. Auch fem., αὐχμηρή Numen. bei Ath. IX, 371 c.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλῠμος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, ἴσως ἡ ἀγκινάρα, «λάχανον ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scolyme, sorte de chardon comestible ou d’artichaut, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία μοιάζουν με γαϊδουράγκαθα, ευδοκιμούν στις χώρες της Μεσογείου και τρώγονται ως λαχανικά όταν είναι τρυφερά
αρχ.
το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -(υ)μος (πρβλ. ἔλυμος), που θυμίζει και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. κύαμος, κάρδαμον), πολλά από τα οποία είναι δάνεια. 'Εχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος». Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με τη λ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «σκόλυβος
ὁ ἐσθιόμενος βολβός», τόσο λόγω σημ. όσο και λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής μ / β].

Greek Monotonic

σκόλῠμος: ὁ, είδος εδώδιμου ακανθώδους φυτού, αγκινάρα, σε Ησίοδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σκόλῠμος: ὁ предполож. артишок (Scolymus maculatus) Hes., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκόλυμος -ου, ὁ eetbare plant, mogelijk gouddistel of artisjok.