προκατεργάζομαι: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(34) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι. | |mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A subdue first, τινα D.C.43.4. 2 prepare beforehand, Thphr.CP3.20.8, al.; work up beforehand, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10; do or perform beforehand, χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι already performed, D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ worn out, exhausted, Paus.6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.
German (Pape)
[Seite 729] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προκατεργάζομαι: ἀποθ., κατεργάζομαι ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· ἐνίοτε ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.
French (Bailly abrégé)
ao. προκατειργάσθην, pf. προκατείργασμαι;
être accompli auparavant.
Étymologie: πρό, κατεργάζομαι.
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω
2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)
3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)
4. καταβάλλω προηγουμένως
5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως
6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένως
β) (για τροφή) χωνεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
προκατεργάζομαι: ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.