ἐποικέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποικέω:''' <b class="num">1)</b> селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);<br /><b class="num">3)</b> воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ [[Δεκέλεια]] φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικέω Medium diacritics: ἐποικέω Low diacritics: εποικέω Capitals: ΕΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: epoikéō Transliteration B: epoikeō Transliteration C: epoikeo Beta Code: e)poike/w

English (LSJ)

   A go as settler or colonist to a place, settle in a place, c. acc., Κυκλάδας E.Ion1583 ; Βοιωτίαν Str.9.2.25 ; also ἐν τῇ Ἀσίᾳ X.Cyr. 6.2.10 : abs., Pl.Lg.752e.    II to be settled near or with hostile views against, ὑμῖν Th.6.86:—Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Decelea was occupied as the seat of offensive operations against their country, Id.7.27.

German (Pape)

[Seite 1006] noch dazu bewohnen, d. h. als Ansiedler, Kolonist sich an einem Orte, der schon bewohnt ist, niederlassen, Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Eur. Ion 1583; absol., Plat. Legg. VI, 752 e; auch τοὺς Ἅλληνας τοὺς ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐποικοῦντας, die da als Ansiedler wohnen, Xen. Cyr. 6, 2, 10 u. A. – Bei Thuc. 7, 27 heißt es von Dekelea: φρου ραῖς ὑπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιουσῶν τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, es wurde besetzt gehalten von den Bundesgenossen der Lacedämonier, die also auf fremdem Gebiete sich niederließen; vgl. 6, 86 ἐποικοῦντες ὑμῖν, Schol. ἐφεδρεύοντες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικέω: ὑπάγω ὡς ἔποικος εἴς τινα τόπον, μετ᾿ αἰτ., Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Εὐρ. Ἴων 1583· Βοιωτίαν Στράβ. 410· ὡσαύτως, ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ξεν. Κυρ. 6. 2, 10· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 752Ε. ΙΙ. ἐγκαθίσταμαι πλησίον ἢ ἔχων ἐχθρικοὺς σκοποὺς ἐναντίον τινός, ὑμῖν Θουκ. 6. 86· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, ἡ Δεκέλεια κατῳκεῖτο ὑπὸ τῶν πολεμίων ὡς ὁρμητήριον ἐπιδρομῶν κατὰ τῆς χώρας (δηλ. τῆς Ἀττικῆς), Θουκ. 7. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’établir comme colon;
2 occuper un lieu pour en faire une base d’opérations contre le pays d’alentour.
Étymologie: ἐπί, οἰκέω.

Greek Monotonic

ἐποικέω: μέλ. -ήσω (ἔποικος
I. πηγαίνω ως μετανάστης ή ως έποικος σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Ευρ.· ἐν τόπῳ, σε Ξεν.
II. εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις εναντίον, ὑμῖν, σε Θουκ. — Παθ., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η Δεκέλεια έχει καταληφθεί ως βάση επιχειρήσεων εναντίον της χώρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποικέω: 1) селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);
2) колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);
3) воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).