φρυαγματίας: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρυαγμᾰτίας:''' ου adj. m полный надменного презрения ([[βίος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hot-tempered, of a horse, Hsch. s.v. πεδαωριστής. II metaph. as Adj., arrogant, wanton, βίος Plu. Ant.2.
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, ein schnaubendes, unbändiges, muthiges Roß; – übertr., ein übermüthiger Mensch; übh. als adj. wild, stolz, βίος, καὶ κομπώδης, Plut. Ant. 2.
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμᾰτίας: -ου, ὁ, ἀδάμαστος καὶ ἀτίθασος καὶ ὑπερήφανος ἵππος, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἐπίθετ., ἀλαζονικός, αὐθάδης, βίος Πλουτ. Ἀντών. 2.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).
Étymologie: φρύαγμα.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ατίθασο άλογο
2. ως επίθ. μτφ. αυθάδης, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα, -άγματος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας)].
Greek Monotonic
φρυαγματίας: -ου, ὁ, ατίθασο άλογο· μεταφ. ως επίθ., αλαζόνας, ακόλαστος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φρυαγμᾰτίας: ου adj. m полный надменного презрения (βίος Plut.).