εὐμενία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμενία:''' ἡ Pind. = [[εὐμένεια]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενία Medium diacritics: εὐμενία Low diacritics: ευμενία Capitals: ΕΥΜΕΝΙΑ
Transliteration A: eumenía Transliteration B: eumenia Transliteration C: evmenia Beta Code: eu)meni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. εὐμένεια.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.

English (Slater)

εὐμενία
   1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)

Greek Monolingual

εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.

Greek Monotonic

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος του εὐμένεια, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενία: ἡ Pind. = εὐμένεια.