ἀκράτεια: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκράτεια, ἡ:''' (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη [[ορμή]], [[έλλειψη]] αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. [[τύπος]] είναι ἀκρᾰσία. | |lsmtext='''ἀκράτεια, ἡ:''' (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη [[ορμή]], [[έλλειψη]] αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. [[τύπος]] είναι ἀκρᾰσία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκράτεια:''' (ρᾰ) ἡ невоздержность, неумеренность (τινος Xen., Plat., Plut. и περί τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ, (ἀκρατής)
A want of power, debility, νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1. II incontinence, want of self-control, opp. ἐγκράτεια, Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτεια: [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = ἔλλειψις ἰσχύος, ἀδυναμία, νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, ἔλλειψις αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτόθι 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν τύπος παρὰ τοῖς μεταγενεστ. εἶναι ἀκρασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ τύπος ἀκρατία, ὡσαύτως εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ σφάλμα· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à se gouverner ou à se maîtriser, intempérance.
Étymologie: ἀκρατής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 debilidad νεύρων Hp.Aph.5.16, Liqu.1.
2 incontinencia, desenfreno op. ἐγκράτεια Pl.R.461b, Lg.734b, Arist.VV 1250a1 (var.), Ph.2.406, c. gen. ἡδονῶν Pl.Lg.886a.
Greek Monolingual
η (Α ἀκράτεια)
αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας
νεοελλ.
φρ. «ακράτεια γλώσσας», πολυλογία, αθυροστομία. Ιατρ. (αγγλ. και γαλλ. incontinence). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη αδυναμία εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: ακράτεια ούρων (βλ. ούρηση), ακράτεια κοπράνων (βλ. αφόδευση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής
ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. acratia, απ' όπου και η σημασία του νεώτερου ιατρ. όρου της Ελληνικής].
Greek Monotonic
ἀκράτεια, ἡ: (ἀκρᾰτής), ασυγκράτηση, αχαλίνωτη ορμή, έλλειψη αυτοελέγχου, σε Πλάτ.· ο μεταγεν. τύπος είναι ἀκρᾰσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτεια: (ρᾰ) ἡ невоздержность, неумеренность (τινος Xen., Plat., Plut. и περί τινος Plut.).