ἀμάλακτος: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -χτος και -γος, -η, -ο (AM [[αμάλακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατεργαστεί, ο [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μαλάχτηκε με [[ζύμωση]] ή [[άλλη]] [[επεξεργασία]], ο [[αμαλάκωτος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν έχει αισθήματα, [[σκληρός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμετρίαστος, [[απόλυτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]]<br /><b>3.</b> (για [[έκφραση]] ή [[ομιλία]]) [[αδούλευτος]], [[τραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμαλαξιά]]]. | |mltxt=και -χτος και -γος, -η, -ο (AM [[αμάλακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατεργαστεί, ο [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μαλάχτηκε με [[ζύμωση]] ή [[άλλη]] [[επεξεργασία]], ο [[αμαλάκωτος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν έχει αισθήματα, [[σκληρός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμετρίαστος, [[απόλυτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]]<br /><b>3.</b> (για [[έκφραση]] ή [[ομιλία]]) [[αδούλευτος]], [[τραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμαλαξιά]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμάλακτος:''' (μᾰ)<br /><b class="num">1)</b> не поддающийся размягчению ([[κέρας]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> неослабевающий (τὸ [[ψυχρόν]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (μαλάσσω)
A that cannot be softened, intractable, of materials, Arist. Mete.385a13; ἄτηκτα καὶ ἀ. 388b25. 2 unmitigated, τὸ ψυχρόν Plu.2.953e: metaph. of expression, harsh, Longin.15.5. II unfeeling, Sch.S.Aj.776.
German (Pape)
[Seite 115] unerweichlich, hart, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
I no suavizado τὸ ψυχρόν Plu.2.953e, σώματα Gal.7.40.
II 1no maleable, duro de materias, Arist.Mete.385a13, 388b25
•de pers. inexorable Sch.S.Ai.776, Olymp.M.93.568D
•τὸ ἀμάλακτον inexorabilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.2.
2 ret., de la expresión duro, áspero Longin.15.5.
Greek Monolingual
και -χτος και -γος, -η, -ο (AM αμάλακτος, -ον)
αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τον κατεργαστεί, ο σκληρός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, άθικτος, ανέπαφος
μσν.
αυτός που δεν έχει αισθήματα, σκληρός, άκαμπτος
αρχ.
1. αμετρίαστος, απόλυτος
2. άκαμπτος, σκληρόκαρδος
3. (για έκφραση ή ομιλία) αδούλευτος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαξιά].
Russian (Dvoretsky)
ἀμάλακτος: (μᾰ)
1) не поддающийся размягчению (κέρας Arst.);
2) неослабевающий (τὸ ψυχρόν Plut.).