ἀνυπόκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπόκρῐτος:''' -ον ([[ὑποκρίνομαι]]), αυτός που δεν έχει [[υπόκριση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνυπόκρῐτος:''' -ον ([[ὑποκρίνομαι]]), αυτός που δεν έχει [[υπόκριση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπόκρῐτος:''' непритворный, нелицемерный NT.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόκρῐτος Medium diacritics: ἀνυπόκριτος Low diacritics: ανυπόκριτος Capitals: ΑΝΥΠΟΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: anypókritos Transliteration B: anypokritos Transliteration C: anypokritos Beta Code: a)nupo/kritos

English (LSJ)

ον,

   A without dissimulation, LXXWi.5.18, Ep.Rom. 12.9, Ep.Jac.3.17. Adv. -τως M.Ant.8.5.    II undramatic, Demetr.Eloc.194.    III in punctuation, of a stop in a simple sentence, opp. ἐνυπόκριτος (q.v.), Sch.D.T.p.24H.

German (Pape)

[Seite 266] unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόκρῐτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποκρίσεως, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ε΄ 19), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 9, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 8. 3: - Οὐσιαστ. -κρισία, ἡ, εἰλικρίνεια, Εὐστ. Πονημάτ. 90. 26. ΙΙ. ὡς γραμματ. ὅρος, ἴδε ἐνυπόκριτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non propre à jouer sur la scène;
2 non feint, sincère.
Étymologie: ἀ, ὑποκρίνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sincero κρίσις LXX Sap.5.18, φιλαδελφία 1Ep.Petr.1.22, πίστις 1Ep.Ti.1.5, ἡ ἀγάπη Ep.Rom.12.9, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ 2Ep.Cor.6.6, ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία Ep.Iac.3.17, cf. Hsch.
2 que no es teatral ἡ λύσις Demetr.Eloc.194.
II gram. que está antes de una oración que no es la principal de un punto, Sch.D.T.24.18.
III adv. -ως sin mentira εἰπεῖν M.Ant.8.5, ἐν δυσὶ σώμασιν ἀ. εἴη μία ψυχή 2Ep.Clem.12.3.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ὑποκρίνομαι; undissembled, i.e. sincere: without dissimulation (hypocrisy), unfeigned.

English (Thayer)

ἀνυπόκριτον (alpha privative and ὑποκρίνομαι), unfeigned, undisguised: ἀνυποκρίτως in Antoninus 8,5.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόκριτος, -ον)
ο χωρίς υποκρισία, απροσποίητος, ειλικρινής.

Greek Monotonic

ἀνυπόκρῐτος: -ον (ὑποκρίνομαι), αυτός που δεν έχει υπόκριση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόκρῐτος: непритворный, нелицемерный NT.