ἀπόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που κοιμάται [[χωριστά]] [[μακριά]] από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἀπόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που κοιμάται [[χωριστά]] [[μακριά]] από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκοιτος:''' спящий вдали или отдельно (τινος Aeschin. и [[παρά]] τινος Luc.).
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκοιτος Medium diacritics: ἀπόκοιτος Low diacritics: απόκοιτος Capitals: ΑΠΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: apókoitos Transliteration B: apokoitos Transliteration C: apokoitos Beta Code: a)po/koitos

English (LSJ)

ον,

   A sleeping away from, τῶν συσσίτων Aeschin.2.127; οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2; μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34 (i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10.    2 separate from, c. gen., ἀρουρῶν BGU915.14 (i/ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 307] (κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκοιτος: -ον, ὁ κοιμώμενος μακρὰν ἀπό τινος, τῶν συσσίτων Αἰσχίν. 45. 2· οὐδ’ ἀπόκοιτος ἐκεῖνος παρὰ τῆς Ρέας ἦν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couche à l’écart ou loin de, gén. ou παρά τινος.
Étymologie: ἀπό, κοίτη.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se ausenta durante la noche c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ ἀπόκοιτος ... παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.Fab.Incert.2.6
op. ἀφήμερος: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας BGU 1098.34 (I a.C.), cf. PMich.587.13
sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa Men.Epit.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.Fab.Incert.2.8, μὴ ἀπόκοιτος γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.
2 distante (un campo) ἀρουρῶν BGU 915.14 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που κοιμάται χωριστά μακριά από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκοιτος: спящий вдали или отдельно (τινος Aeschin. и παρά τινος Luc.).