ἀποτιμάω: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτῑμάω:''' <b class="num">1)</b> отказывать в почтении, пренебрегать, презирать HH;<br /><b class="num">2)</b> med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;<br /><b class="num">3)</b> брать ссуду под залог имущества, закладывать имущество Dem.;<br /><b class="num">4)</b> med. брать в залог, давать ссуду под залог Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A fail to honour, slight, h.Merc.35, Call.Fr.103, IG14.1389ii33. 2 Pass., to be disfranchised, Phleg.Olymp.Fr.14. II value, τὰ χρήματα, of the owner, J.AJ18.1.1:—Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; fix a price by valuation, δίμνεως ἀποτιμησάμενοι having fixed their price at two minae a head, Hdt.5.77; ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι value it at a high price (i.e. to offer a great deal) that they may not be ugly, Hp.Art.37:—Pass., to be valued, πλειόνων χρημάτων Catalog. ap. D.18.106. 2 measure, μέτρον γῆς J.AJ5.1.21. III as law-term, 1 in Act., mortgage a property, D.30.28,41.7. 2 Pass., of the property, to be pledged or mortgaged, Id.30.4; τινὶ εἰς προῖκα IG12(7).57 (Amorgos), cf. ib.2.1138.
German (Pape)
[Seite 331] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς δέκα μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῑμάω: δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., ὁρίζω τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι, οὐδόλως ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ εἶναι ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ὡς ἐνέχυρον, δανείζω ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς ἐνέχυρον, ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 traiter sans considération, mépriser;
2 t. de droit att. prendre hypothèque sur une propriété;
Moy. ἀποτιμάομαι-ῶμαι;
1 évaluer pour soi : δίμνεως HDT à deux mines;
2 laisser prendre hypothèque sur sa propriété.
Étymologie: ἀπό, τιμάω.
Spanish (DGE)
(ἀποτῑμάω) I despreciar, desestimar ὄφελός τι μοι ἔσσῃ, οὐδ' ἀποτιμήσω Hermes a la tortuga h.Merc.35, πίτυν en favor de otra planta, Call.SHell.265.8, cf. IG 14.1389.II.33 (Roma II d.C.)
•sentir desagrado c. gen. de precio οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι Hp.Art.37.
II gener. en v. med.
1 estimar, valorar, evaluar ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los rehenes) al precio de dos minas Hdt.5.77, ἀποτιμήσασθαι τῆς τε εὐδαίμονος ἰδίᾳ τὸ μέτρον γῆς καὶ τῆς ἧσσον ἀγαθῆς evaluar en particular la extensión de la tierra fértil y la de la no tan buena I.AI 5.76, en v. pas. c. gen. de precio ἐὰν δὲ πλειόνων ἡ οὐσία ἀποτετιμημένη ᾖ χρημάτων Catálogo en D.18.106, cf. POxy.2112.6 (II d.C.) en BL 2(2).104.
2 estimar, tasar a efectos del censo romano declarar el valor de, hacer la estimación de, censar propiedades y pers. ἀποτιμησόμενός τε αὐτῶν τὰς οὐσίας para hacer el censo y evaluación de sus propiedades (las de los judíos) I.AI 18.2, cf. 17.355, Harp.s.u. ἀποτιμηταί
•tb. en v. act. χρήματα I.AI 18.3, en v. pas. Ῥωμαίων ... ἀπετιμήθησαν μυριάδες ἐνενήκοντα καὶ μία Phleg.12.6.
III hipotecar convencionalmente para garantizar la dote, abs. οὐκ ἀποτετιμηκώς D.30.28, ὅσα τις ἀπετίμησεν D.41.7
•en v. pas. ἀντὶ τῆς προικὸς ἀποτετιμῆσθαι τὸ χωρίον D.30.26, ὅρος οἰκίας ἐν προικὶ ἀποτετιμημένης IG 22.2673.2 (IV/III a.C.), cf. IG 12(7).56, 57 (Arcesine III a.C.), Is.Fr.45, la herencia de un huérfano, Harp.s.u. ἀποτιμηταί
•en v. med. hacer el préstamo hipotecario ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργετικῶς ἀποτιμᾶν, ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι Harp.s.u. ἀποτιμηταί.
Greek Monotonic
ἀποτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. αποκλείω κάποιον από το να τιμάται, ατιμάζω, καταισχύνω, περιφρονώ, σε Ομηρ. Ύμν.
II. Μέσ., ορίζω την τιμή ενός αντικειμένου ή αγαθού κατόπιν εκτιμήσεως· δίμνεως ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την τιμή τους στις δύο μνες τα κάθε ένα, σε Ηρόδ.
III. ως Αττ. νομικός όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας υποθήκη ή ενέχυρο — Μέσ., δανείζω χρήματα λαμβάνοντας υποθήκη ή ενέχυρο — Παθ., λέγεται για την ιδιοκτησία ή την περιουσία, είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτῑμάω: 1) отказывать в почтении, пренебрегать, презирать HH;
2) med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;
3) брать ссуду под залог имущества, закладывать имущество Dem.;
4) med. брать в залог, давать ссуду под залог Dem.